Στης δικής του ζωής τα Ταξείδια
Aν οι νεοέλληνες πέταξαν με ευκολία στα σκουπίδια την ιστορία της γλώσσας τους και δυσκολεύονται σήμερα να διαβάσουν Παπαδιαμάντη και Ροϊδη στο πρωτότυπο, αν δεν τους λέει τίποτα το Ευαγγέλιο στην εκκλησία χωρίς μετάφραση, τότε υποπτεύομαι πως μάλλον δεν θα μπορούν ν’απολαύσουν και τον υπέροχο διηγηματογράφο Βιζυηνό που μας χάρισε αριστουργήματα με τίτλους Το αμάρτημα της μητρός μου, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, Μοσκώβ-Σελήμ, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου;
Να ένα απόσπασμα από αυτό το τελευταίο:
Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως δικαιοσύνην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
Τι είναι αυτό που κάνει τον Βιζυηνό τόσο σπουδαίο λογοτέχνη, λοιπόν, ώστε ακόμα και σήμερα να τον διαβάζουν – όσοι μπορούν – 120 χρόνια μετά την εποχή του με τόσο ενδιαφέρον; Η πολυχρησιμοποιημένη λέξη «ψυχογράφημα» έρχεται κατ’ευθείαν στο μυαλό μας όταν μιλάμε γι’αυτόν. Ίσως η δική του ταραγμένη ψυχή να τον έκανε τόσο ευαίσθητο απέναντι στους χαρακτήρες και τις ιστορίες των άλλων ανθρώπων, τα δικά του σκληρά βιώματα της παιδικής ηλικίας να τον κατέστησαν τόσο τρυφερό προς τα πλάσματα που ήθελε να περιγράψει. Περιπετειώδης η ζωή του, αξίζει να την διαβάσει κανείς μόνο και μόνο για να δει από πόσα κύματα πέρασε για να καταλήξει φρενοβλαβής στο Δρομοκαϊτειο όπου πέθανε νέος. Φιλομαθής, πολυταξιδεμένος, μορφωμένος και φιλόσοφος, ο Βιζυηνός, είχε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των καλών λογοτεχνών: ήταν παρατηρητικός και διέθετε φαντασία. Δείτε πώς περιγράφει την εντύπωση που του έκανε η πρώτη εμφάνιση του Μοσκώβ-Σελήμ:
Ομοιάζει προς υπερήφανον έλαφον ήτις, αν και φέρη το δέρμα σπαραγμένον υπό των κυνηγετικών κυνών, αν και φέρη το θανατηφόρον τραύμα εις τα πλευρά, κρατεί όμως ακόμα υψηλά την κεφαλήν εν τω εσχάτω κρυσφυγέτω.
Πάντα άστοχοι στις επιλογές τους, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μας δίδασκαν στο σχολείο, σε μας την γενιά της καθαρεύουσας ακόμα, των αρχαίων ελληνικών και του πολυτονικού, τα ποιήματα του Βιζυηνού που είναι ήσσονος αξίας σε σχέση με τα διηγήματά του.
Και πόσα πραγματολογικά στοιχεία, πόσες μαρτυρίες της εποχής, πόσες λαογραφικές παρατηρήσεις και γνώσεις για διάφορους πληθυσμούς και χώρες, μπορεί να συγκεντρώσει κανείς από αυτές τις πέντε γνωστές του νουβέλες. Παράδειγμα το διασκεδαστικό απόσπασμα που ακολουθεί, πάλι από το δραματικό κατά τ’άλλα διήγημα «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου;»
Σεισουράδα ήτον ο Γάλλος υπηρέτης του επί τον Βόσπορον ξενοδοχείου, εν ώ η μήτηρ μου ήλθε να με συναντήση, μόλις αφικόμενον εκ της Εσπερίας. Το πρωτοφανές διά την επαρχιώτιδα σχήμα του φράκου, αι συνεχείς του καταξυρίστου Γάλλου υποκλίσεις, ενέπνευσαν εις αυτήν ευθύς εξ αρχής ακατάληπτον αντιπάθειαν. Και το χειρότερον ήτο, ότι ο δυστυχής υπηρέτης προσπαθών και καλά να κατακτήση την εύνοιάν της επολλαπλασίαζε τους σάλτους και ταις τούμπαις αυτού, υποκλινόμενος ούτω πιθηκιστικώς, ώστε εκορύφωσε, κατ’ αυτάς έτι τας πρώτας ημέρας, την εναντίον αυτού αγανάκτησιν της μητρός μου, ήτις και τον εβάπτισε με το όνομα της σεισοπυγίδος, διότι, έλεγεν, είχε θηλυκό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον και δεν ημπορούσε να σταθή στα ξερά του, χωρίς να σκύψη το κεφάλι και να σείση την ουρά του.
Εδώ μαθαίνουμε ότι σουσουράδα είναι το πτηνό σεισοπυγίς, όπου πυγή με ύψιλον είναι τα οπίσθια. Το πουλί αυτό φαίνεται ότι κουνάει, σείει δηλαδή την ουρά του, τα οπίσθιά του. Κι έτσι με τον Βιζυηνό μπορούμε να ξαναμάθουμε ελληνικά απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την αντίθεση ανάμεσα στην μητέρα του αφηγητή που έρχεται από την Ανατολή, όπου όλοι οι άντρες έχουν γενειάδα, και στον Γάλλο υπάλληλο του ξενοδοχείου της Κωνσταντινούπολης που μοιάζει θηλυκός με το «σχήμα του φράκου», την φράγκικη στολή του, δηλαδή, και το καταξυρισμένο πρόσωπό του.
Τα διηγήματα, όμως, δεν εκπλήσσουν μόνο χάρη στη γλώσσα τους, είναι και η πλοκή τους συνταρακτική, δραματική, δημιουργεί έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη που θέλει δεν θέλει, συμπάσχει με τους ήρωες. Πώς να ξεχάσει κανείς Το αμάρτημα της μητρός μου ή Το μόνον της ζωής του ταξείδιον που αναφέρεται στο μοναδικό ταξίδι, το οποίο έκανε ο παππούς του αφηγητή:
Οσάκις, απηυδημένος πλέον εκ τε του κόπου και της υπερβολικής εντάσεως των νεύρων, έκλινον την κεφαλήν επί του ώμου και έκλειον τους οφθαλμούς, ωνειρευόμην τον παππούν μακρύν μακρύν εξηπλωμένον χαμαί εις την “σάλαν” της γιαγιάς, μέσα εις το ζωγραφημένον σάβανον, το οποίον τω είχε φέρει εξ Ιερουσαλήμ, με την εικόνα του Σωτήρος επί του στήθους αυτού, με τα κίτρινα κηρία κολλημένα εις τα κοκκαλιασμένα δάκτυλα των εσταυρωμένων χειρών του.»
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω σ’εκείνον τον κόσμο με τις παλιές αξίες και τα έθιμα, ούτε και θέλουμε ίσως. Το μόνο που μπορούμε και θέλουμε σίγουρα είναι να καταφεύγουμε πού και πού στον Βιζυηνό και να τον αφήνουμε να μας παίρνει μαζί του στης δικής του ζωής τα Ταξείδια…