Ανθολογία αγαπημένων ποιημάτων

Τα μεταφρασμένα ποιήματα που θα διαβάσετε παρακάτω, αποτέλεσαν στην πρωτότυπή τους μορφή μια προσωπική προτίμησή μου μέσα στην πληθώρα των στίχων που έχει παραχθεί επί αιώνες στον κόσμο. Το ότι μετέφρασα αυτά και όχι άλλα, έχει να κάνει φυσικά με τις ξένες γλώσσες που γνωρίζω. Το χρονικό πλαίσιο ξεκινά από τον Μεσαίωνα και καταλήγει στον 20ό αιώνα.

Για πολλά χρόνια κράτησα αυτά τα αγαπημένα ποιήματα σε ένα μικρό ημερολόγιο με υφασμάτινο καρώ κάλυμμα όπου είχα τη συνήθεια να συγκεντρώνω αξιόλογα λογοτεχνικά αποσπάσματα. Περίοπτη θέση στο μικρό μου ημερολόγιο, όχι μόνο με ποιήματα αλλά και με πεζά, κρατούν ο Δάντης, ο Μπάιρον, ο Φώσκολος, ο Λεοπάρντι, ο Τόμας Χάρντυ και άλλοι πολλοί.

Μεγαλώνοντας και αφιερώνοντας όλο και περισσότερο χρόνο στην ποίηση και τη μετάφραση, σκέφτηκα να διαλέξω μερικούς από αυτούς τους θησαυρούς που διάβασα τόσες φορές στην διάρκεια της εφηβείας και των φοιτητικών μου χρόνων και να τους μεταφράσω ή να τους αποδώσω με κάποιο τρόπο στα ελληνικά. Θα διαβάσετε τα ποιήματα με χρονολογική σειρά, συγκρίνοντάς τα, αν θέλετε, με το πρωτότυπο. Συνοδεύονται από μερικά βιογραφικά στοιχεία για κάθε ποιητή.

Η αρχική μου σκέψη ήταν να τα εκδώσω σ’έναν τόμο. Τελικά πείσθηκα ότι στο διαδίκτυο θα είχαν καλύτερη τύχη. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων που θα «ξεφυλλίσετε» αυτή την ανθολογία αγαπημένων μου ποιημάτων.

Λ.Σ.

1.Γκουίντο Καβαλκάντι
Γιατί δεν τυφλωνόμουνα, νάσβηνε πια
Η όραση, το φως των δυο ματιών μου
Να μην περνούσε μέσα τους εκείνη στο μυαλό μου
Να μη ρωτούσε αν την έχω στην καρδιά

Μπρος στα καινούρια βάσανα, λοιπόν
Μ’έπιασε φόβος άσχημος, φόβος οξύς
«Βοήθα με γυναίκα», είπε η φωνή μου της ψυχής
«Άλλο να μην πονούν τα μάτια μου ούτ’εγώ»

Εσύ έτσι τα παράτησες και ήρθε ο Έρως
Επάνω τους να κλάψει με συμπόνια
Ώσπου ακούστηκε φωνή βαθιά

και είπε: όποιος αισθάνεται μεγάλο πόνο
αυτόν εδώ ας δει και της καρδιάς το μέρος
που ο Θάνατος στο χέρι του κρατά, χαρακωμένο σταυρωτά

(Σονέτο από τις «Rime» )

Perche’ non fuoro a me gli occhi dispenti
o tolti, si’ che de la lor veduta
non fosse nella mente mia venuta
a dir: Ascolta se nel cor mi senti?.

Ch’una paura di novi tormenti
m’aparve allora, si’ crudel e aguta,
che l’anima chiamo’: Donna, or ci aiuta,
che gli occhi ed i’ non rimagnan dolenti.

Tu gli ha’ lasciati si’, che venne Amore
a pianger sovra lor pietosamente,
tanto che s’ode una profonda voce

la quale dice: chi gran pena sente
guardi costui, e vedra’ ‘l su’ core
che Morte ‘l porta ‘n man tagliato in croce.

O Γκουίντο Καβαλκάντι γεννήθηκε γύρω στα 1255 στη Φλωρεντία και πέθανε το 1300. Ανήκει στο λογοτεχνικό ρεύμα των «στιλνοβίστι» και υπήρξε φίλος του Δάντη. Πήρε μέρος στις πολιτικές αναταραχές που συγκλόνισαν τη Φλωρεντία εκείνη την εποχή και εξορίστηκε από την πόλη του. Από το έργο του σώζονται 52 συνθέσεις με θέμα τον έρωτα.

2.Δάντης
Γκουίντο, πόσο θά’θελα ο Λάπο, εσύ κι εγώ
Ως δια μαγείας να φεύγαμε τώρα μ’ένα σκαρί
Που μ’όποιον και αν φύσαγε τριγύρω μας καιρό
Στη θάλασσα να έβγαινε με όλους μας μαζί

Φουρτούνες δεν θα γνώριζε καθώς θα προχωρούσε
Ούτ’ άλλα εμπόδια θά’βρισκε στο υγρό στοιχείο πάλι
Κι όπως το κύμα όμορφα κι αργά θα μας κουνούσε
Η επιθυμία να μένουμε μαζί θα ήταν πιο μεγάλη

Τη μόνα Βάννα και τη μόνα Λάτζα επίσης
Καθώς κι εκείνη που έχει αριθμό τριάντα
Θα έβαζε μαζί μας ο καλός ο γητευτής

Κι έτσι για Έρωτα μιλώντας πάντα
Η καθεμιά τους θά’ταν ευτυχής
Όπως πιστεύω πως θα ήμασταν κι εμείς

Δάντης (1265-1321)

Guido, i’ vorrei che tu e Lapo ed io
fossimo presi per incantamento
e messi in un vasel, ch’ad ogni vento
per mare andasse al voler vostro e mio;

sì che fortuna od altro tempo rio
non ci potesse dare impedimento,
anzi, vivendo sempre in un talento,
di stare insieme crescesse ’l disio.

E monna Vanna e monna Lagia poi
con quella ch’è sul numer de le trenta
con noi ponesse il buono incantatore:

e quivi ragionar sempre d’amore,
e ciascuna di lor fosse contenta,
sì come i’ credo che saremmo noi.

Σημ. Το σονέτο αυτό ανήκει στις «Rime» του Δάντη και απευθύνεται στους φίλους του ποιητές Γκουίντο Καβαλκάντι και Λάπο Τζάννι. Η μόνα Βάννα (Τζοβάννα) ήταν η αγαπημένη του Γκουίντο και η Λάτζα η αγαπημένη του Λάπο. Ο αριθμός τριάντα έχει να κάνει με μια σύνθεση του Δάντη, η οποία δεν έχει σωθεί αλλά είναι γνωστό ότι μιλούσε για τις εξήντα ομορφότερες γυναίκες της Φλωρεντίας. Στη σύνθεση αυτή η Βεατρίκη κατείχε την ένατη θέση οπότε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι εδώ ο Δάντης αναφέρεται σε κάποια άλλη.

3.Ρονσάρ

Όταν ο Έσπερος στα μάτια μας φέρνει τη σκοτεινιά*

Όταν ο Έσπερος στα μάτια μας φέρνει τη σκοτεινιά
Τους ουρανούς θωρώ, στο μέλλον γυρισμένος
Εκεί όπου ο Θεός μας γράφει με σημάδια καθαρά
Τη μοίρα όλων των πλασμάτων και το πεπρωμένο.
Γιατί Eκείνος, απ’των ουρανών τα βάθη, βλέπει τους θνητούς
Συχνά από λύπηση βουβός, τους δείχνει έναν δρόμο
Τους χαρακτήρες δείχνει, τ’άστρα δηλαδή στους ουρανούς
Μας τα προλέγει όλα -ωραία κι άσχημα, όμως.
Ωστόσο άνθρωπε εσύ, από τη γη κι από τον θάνατο βαρύς
Αδιάβαστο αφήνεις το γραπτό και το παρεξηγείς

Ρονσάρ (1524-1585)

Alors que Vesper vient embrunir nos yeux
Tout épris d’avenir, je contemple les cieux
En qui Dieu nous escrit, par notes non obscures,
Les sorts et les destins de toutes créatures.
Car lui du fond cieux regardant un humain
Parfois mû de pitié, lui montre le chemin;
Par les astres du ciel qui sont des caractères
Les choses nous prédit et bonnes et contraires.
Mais les hommes chargés de terre et de trépas
Méprisent tel écrit, et ne le lisent pas.

*Απόσπασμα από το Élégie pour Hélène

Σημ. Ρονσάρ (Πιέρ ντε Ρονσάρ): Γάλλος ποιητής, της αυλής του Καρόλου ΙΧ και υποστηρικτής του Καθολικισμού, γεννήθηκε το 1524 και πέθανε το 1585. Στο έργο του είναι εμφανείς οι επιρροές που έχει δεχτεί από τον Πίνδαρο αλλά και από τον Πετράρχη.

4.Τσίρο ντι Περς

Κλεψύδρα
Άμμος που πέφτει με κανονισμένο μέτρο
Διαιρεί για μένα σε ώρες την ημέρα και το έτος
Αλλά ούτε μια, ωιμέ, ώρα από πόνο στερημένη
Της μοίρας της σκληρής μου ν’αποκτήσω δεν μπορώ
Το λίκνο δείχνει το ένα, το φέρετρο το άλλο
Αυτά τα δυο δοχεία που στέκουν ενωμένα
Μήπως σωστά δεν σημαδεύουν τη φθορά μας|
Η ανήσυχη άμμος και το εύθραυστο γυαλί
Με το νερό παρόμοιο έφτιαξαν οι Έλληνες έργο
Που από τέτοιο πέρασμα στενό χυνόταν
Όμως στο τέλος άλλαξαν με άμμο το υγρό
Κι έτσι εκτυλίσσεται ακόμη το δικό μας πεπρωμένο:
Μια που σ’αυτό τον κόσμο τον πικρό
Δάκρυα για τον άνθρωπο είν’η ζωή
Και στάχτη είναι ο θάνατος

Ciro di Pers (1599-1663)
(Poesie, 1666)

Polve cadente in regolato metro
Mi va partendo in ore il giorno e l’anno,
Ma nè pur una, oimè, scarsa d’affanno
Dal mio duro destin già mai n’impetro.
La cuna additta l’un, l’altro il ferètro,
Di que’duo vetri che congiunti stanno;
E dritto è ben che segni il nostro danno
E la polve inquieta e’l fragil vetro.
Con l’acqua i Greci opra simil formaro,
Che per quelle stillava anguste porte;
Ma ne la polve al fin l’ onda mutaro.
E tal si volge ancor la nostra sorte:
Poi ch’ è de l’uomo in questo mondo amaro
Pianto la vita e cenere la morte.

Σημ. Τσίρο ντι Περς: Γεννήθηκε στο κάστρο του Περς το 1599 και πέθανε στο Σαν Ντανιέλε του Φριούλι το 1663. Έγραψε ποιήματα με θέματα τραγικά και ηθικοπλαστικά.

5.Κλεψύδρα*
Τσίρο ντι Περς (1599-1663)

Άχαρο ρολόι, με τόνους βουβούς
τη δική μου μετράς τη φθορά εποχών περασμένων
και του ωχρού, του παγερού Θανάτου
υπολογίζεις τα ελαφρά, όχι αργά, βήματά του

Εγώ δεν έχω πίσω μου χρυσό ή πορφύρα να αφήσω
όταν πεθάνω μόνο από τον πόνο θά'χω ν'αποχωριστώ
μαζί με την ζωή τελειώνει το μαρτύριό μου

Καλά το ξέρω πως το πνεύμα μου είναι εφήμερο
Πως θα είναι σαν εσέ, την άμμο, αν πεθάνω
Πώς θα είναι σαν εσένα, το γυαλί, όσο θα ζήσω

*Παραλλαγή στο ίδιο θέμα

Poca polve inquieta, a l'onda, ai venti
tolta nel lido e 'n vetro imprigionata,
de la vita il cammin, breve giornata,
vai misurando ai miseri viventi.
Orologio molesto, in muti accenti
mi conti i danni de l'età passata,
e de la Morte pallida e gelata
numeri i passi taciti e non lenti.
Io non ho da lasciar porpora ed oro:
sol di travagli nel morir mi privo;
finirà con la vita il mio martoro.
Io so ben che 'l mio spirto è fuggitivo;
che sarò come tu, polve, s'io mòro,
e che son come tu, vetro, s'io vivo.

6.Για τον θάνατο του αδελφού του, Τζοβάννι
Ούγος Φώσκολος (1778-1827)

Μια μέρα, αν δεν τρέχω πάντα απ'τους ανθρώπους να ξεφύγω
Στο μνήμα σου αδελφέ μου θα έρθω να καθήσω
Εκεί επάνω των ευγενικών σου χρόνων θα θρηνήσω
Το άνθος που έπεσε πριν λίγο

Μόνη τώρα η μητέρα, σέρνει την αργή της μέρα
και στη βουβή μιλάει τη στάχτη σου για μένα
όμως εγώ με απόγνωση σας τείνω τις παλάμες πέρα
τις στέγες της πατρίδας μου τις χαιρετώ απ'τα ξένα

Ενάντιους νιώθω τους θεούς και αγωνίες κρυφές
που όταν ζούσες καταιγίδα είχαν κινήσει
γι'αυτό παρακαλώ μες στο λιμάνι σου γαλήνη τώρα βρες

Μονάχα αυτό η τόση ελπίδα έχει αφήσει
Ω κόσμε ξένε, τουλάχιστον τα κόκκαλα αν θες
Δώσε στο στήθος η θλιμένη μάνα να κρατήσει

(Σονέτο του 1802 για την αυτοκτονία του αδελφού του)

Un dì, s'io non andrò sempre fuggendo
di gente in gente, me vedrai seduto
su la tua pietra, o fratel mio, gemendo
il fior de' tuoi gentil anni caduto.
La Madre or sol suo dì tardo traendo
parla di me col tuo cenere muto,
ma io deluse a voi le palme tendo
e sol da lunge i miei tetti saluto.
Sento gli avversi numi, e le secrete
cure che al viver tuo furon tempesta,
e prego anch'io nel tuo porto quiete.
Questo di tanta speme oggi mi resta!
Straniere genti, almen le ossa rendete
allora al petto della madre mesta.

7.Λοιπόν δεν θα γυρίσουμε άλλο πια
Μπάιρον (1788-1824)

Λοιπόν δεν θα γυρίσουμε άλλο πια
Μέσα στο βράδυ τόσο αργά,
Κι ας κρύβει τέτοια αγάπη η καρδιά,
Κι ας λάμπει το φεγγάρι δυνατά.

Γιατί το ξίφος φθείρει το θηκάρι
Και η ψυχή το στήθος το κουράζει
Έτσι ανάσα η καρδιά πρέπει να πάρει
Η αγάπη να σταθεί να ξαποστάσει

Αν και γι'αγάπη ήταν πλασμένη η νυχτιά
Αν και η μέρα πάντα έρχεται στη θέση του βραδιού
Εμείς δεν θα γυρίσουμε άλλο πια
Κάτω απ'το φως του φεγγαριού

(Από ένα γράμμα που έστειλε από τη Βενετία ο Μπάιρον στον Τόμας Μουρ τον Φεβρουάριο του 1817).

So we'll go no more a-roving
So late into the night,
Though the heart still be as loving,
And the moon still be as bright.

For the sword outwears its sheath,
And the soul outwears the breast,
And the heart must pause to breathe,
And love itself have rest.

Though the night was made for loving,
And the day returns too soon,
Yet we'll go no more a-roving
By the light of the moon.

8.Στον εαυτό του
Τζάκομο Λεοπάρντι (1798-1837)

Τώρα θα ξαποστάσεις μια για πάντα,
κουρασμένη μου καρδιά. Χάθηκε η μεγάλη πλάνη
που εγώ τη νόμισα αιώνια. Χάθηκε• και το νιώθω πια καλά
πως μέσα μας για αγαπημένες πλάνες
δεν έσβησε η ελπίδα, μα η αποθυμιά.
Για πάντα τώρα στάσου. Χτύπησες αρκετά.
Σε τίποτα δεν ωφελεί η κίνησή σου
ούτε η γη τους στεναγμούς σου αξίζει.
Πίκρα και πλήξη είν'η ζωή και τίποτε άλλο.
Ο κόσμος είναι λάσπη.
Ησύχασε λοιπόν. Για τελευταία φορά απελπίσου.
Στο γένος το δικό μας η μοίρα χάρισε μόνο τον θάνατο.
Τον εαυτό σου πλέον περιφρόνησε, τη φύση επίσης,
εκείνη την κακούργα δύναμη που στα κρυφά κυριαρχεί
βλάπτοντας τον καθένα,
μαζί της περιφρόνησε και την απέραντη των πάντων ματαιότητα

(Από τα Canti)

Or poserai per sempre,
stanco mio cor. Perì l'inganno estremo,
Ch'eterno io mi credei. Perì. Ben sento,
in noi di cari inganni,
non che la speme, il desiderio è spento.
Posa per sempre. Assai
palpitasti. Non val cosa nessuna
i moti tuoi, né di sospiri è degna
la terra. Amaro e noia
la vita, altro mai nulla; e fango è il mondo.
T'acqueta omai. Dispera
l'ultima volta. Al gener nostro il fato
non donò che il morire. Omai disprezza
te, la natura, il brutto
poter che, ascoso, a comun danno impera,
E l'infinita vanità del tutto.

9.Αύριο την αυγή
Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)

Αύριο την αυγή, όταν η εξοχή παίρνει χρώμα λευκό
Θα ξεκινήσω. Βλέπεις, το ξέρω πως με περιμένεις
Θα φύγω για το δάσος, θα περάσω στο βουνό
Άλλο μακριά δεν γίνεται να μένω και να μένεις

Θα περπατήσω με τα μάτια μου σε σκέψεις καρφωμένα
Χωρίς ν'ακούω θορύβους, ούτε τίποτα να βλέπω πέρα
Μόνος και άγνωστος, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα
Θλιμένος, και σαν νύχτα θά'ναι πια για μένα η μέρα

Της νύχτας το χρυσάφι θ'αψηφήσω
Και στα καράβια του Αρφλέρ τα ιστία δεν θα δω
Μόνο όταν φτάσω, στο δικό σου μνήμα θ'ακουμπήσω
Ένα μπουκέτο από γκι και αγριολούλουδων ανθό

(Γραμμένο το 1847 για την κόρη του που χάθηκε το 1843)

Demain, dès l'aube, à l'heure où blanchit la campagne,
Je partirai. Vois-tu, je sais que tu m'attends.
J'irai par la forêt, j'irai par la montagne.
Je ne puis demeurer loin de toi plus longtemps.

Je marcherai les yeux fixés sur mes pensées,
Sans rien voir au dehors, sans entendre aucun bruit,
Seul, inconnu, le dos courbé, les mains croisées,
Triste, et le jour pour moi sera comme la nuit.

Je ne regarderai ni l'or du soir qui tombe,
Ni les voiles au loin descendant vers Harfleur,
Et quand j'arriverai, je mettrai sur ta tombe
Un bouquet de houx vert et de bruyère en fleur.

10.Μόνος
Ε.Α.Πόε (1809-1849)

Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί
Όπως οι άλλοι • δεν έβλεπα
Όπως οι άλλοι • δεν έβγαιναν
Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη.
Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα
Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα.
Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα.
Τότε -παιδί ακόμα- στην αυγή
Μιάς όλο θύελλες ζωής -ξεπήδησε
Απ' τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά
Από τον χείμαρρο ή από την κρήνη
Απ'του βουνού τον κόκκινο γκρεμό
Από τον ήλιο που ολόγυρά μου έκανε δίνη
Στη φθινοπωρινή του χρυσαφένια ανταύγεια
Από την αστραπή στον ουρανό
Καθώς πετώντας με προσπέρασε-
Από την καταιγίδα και τον κεραυνό
Κι από το σύννεφο που πήρε μια μορφή
('Οταν γαλάζιοι ήταν κατά τ'άλλα οι Ουρανοί)
Στα μάτια μου δαιμονική.

(Ποίημα του 1830)

From childhood's hour I have not been
As others were; I have not seen
As others saw; I could not bring
My passions from a common spring.
From the same source I have not taken
My sorrow; I could not awaken
My heart to joy at the same tone;
And all I loved, I loved alone.
Then—in my childhood, in the dawn
Of a most stormy life—was drawn
From every depth of good and ill
The mystery which binds me still:
From the torrent or the fountain,
From the red cliff or the mountain,
From the sun that round me rolled
In its autumn tint of gold,
From the lightning in the sky
As it passed my flying by,
From the thunder and the storm,
And the cloud that took the form
(When the rest of Heaven was blue)
Of a demon in my view.

11.Domicilium
Τόμας Χάρντυ (1840-1928)

Βλέπει στη Δύση κι από γύρω, πίσω του, στα πλάγια
Ψηλές οξυές, γερμένες, ρίχνουν ένα πέπλο από κλαδιά
Και σέρνονται πάνω στη στέγη.
Άγριο αγιόκλημα
Στους τοίχους σκαρφαλώνει και μοιάζει μιαν ευχή ν'αρθρώνει
(Αν γίνεται να φανταστούμε ότι τα δέντρα εύχονται, και τα φυτά)
Να ξεπεράσει τις μηλιές που είναι δίπλα
Κόκκινα ρόδα, πασχαλιές και πλουμιστό πυξάρι
Εκεί αφθονούν όπως και άλλα τραχιά άνθη
Που μεγαλώνουνε καλύτερα χωρίς φροντίδα.
Κοντά σ'αυτά
Υπάρχουν βότανα κι εδώδιμα. Κι ακόμη πιο μακριά
Ένα λιβάδι• ύστερα αγροτόσπιτα με δέντρα
Και τέλος λόφοι μακρινοί και ουρανός

Πίσω η σκηνή είναι πιο άγρια ακόμη
Θάμνοι και σπάρτα
Είναι, όπως φαίνεται, τα μόνα που ευημερούν και μεγαλώνουν
Πάνω στο έδαφος το ανομοιογενές.
Εδώ κι εκεί βρίσκεται ένα μαραμένο αγκάθι. Κι από ένα λάκκο
Ξεπροβάλλει μια βελανιδιά, φυτρώνει από ένα σπόρο
Που έριξε κάποιο πουλί πριν από χρόνια εκατό
Σε μέρες που παρήλθαν -που από καιρό παρήλθαν
Η μάνα του πατέρα μου, συγχωρεμένη τώρα πια, ευλογημένη
Με έφερνε περίπατο εδώ.
Κάποτε σε μια τέτοια βόλτα εγώ τη ρώτησα
Πώς ήτανε το μέρος όταν είχε πρωτοέρθει εκεί να μείνει.
Θυμάμαι την απάντησή της.
"Πενήντα χρόνια πέρασαν παιδί μου από τότε κι οι αλλαγές σημάδεψαν
Την όψη των πραγμάτων
Τότε οι κήποι και τα περιβόλια
Ήταν ακαλλιέργητες πλαγιές
Πνιγμένες από βάτα, από σπάρτα, από αγκάθια
Αυτός ο δρόμος ήταν στενό ένα μονοπάτι, κλεισμένο από τις φτέρες
Που σαν δέντρα σχεδόν, έριχναν στους περαστικούς σκιά
Το σπίτι μας στεκόταν ολομόναχο και τα ψηλά αυτά έλατα
Όπως και οι οξυές δεν είχαν φυτευτεί.
Φίδια και σαμιαμίδια
Μαζεύονταν τις μέρες του καλοκαιριού και οι νυχτερίδες του βραδιού
Πετούσαν στα δωμάτιά μας.
Στους λόφους ζούσανε αδάμαστα πουλάρια που είχαν γίνει φίλοι μας.
Τόσο άγριο ήτανε το μέρος όταν πρωτοήρθαμε εδώ".

Σημ.Αυτό είναι το πρώτο ποίημα που έγραψε ο Χάρντυ, όταν ήταν δεκαέξι ετών περίπου. Αναφέρεται στο πατρικό του σπίτι στο Χάιερ Μποκάμπτον του Ντόρσετ.

It faces west, and round the back and sides
High beeches, bending, hang a veil of boughs,
And sweep against the roof. Wild honeysucks
Climb on the walls, and seem to sprout a wish
(If we may fancy wish of trees and plants)
To overtop the apple trees hard-by.

Red roses, lilacs, variegated box
Are there in plenty, and such hardy flowers
As flourish best untrained. Adjoining these
Are herbs and esculents; and farther still
A field; then cottages with trees, and last
The distant hills and sky.

Behind, the scene is wilder. Heath and furze
Are everything that seems to grow and thrive
Upon the uneven ground. A stunted thorn
Stands here and there, indeed; and from a pit
An oak uprises, Springing from a seed
Dropped by some bird a hundred years ago.

In days bygone--
Long gone--my father's mother, who is now
Blest with the blest, would take me out to walk.
At such a time I once inquired of her
How looked the spot when first she settled here.
The answer I remember. 'Fifty years
Have passed since then, my child, and change has marked
The face of all things. Yonder garden-plots
And orchards were uncultivated slopes
O'ergrown with bramble bushes, furze and thorn:
That road a narrow path shut in by ferns,
Which, almost trees, obscured the passers-by.

Our house stood quite alone, and those tall firs
And beeches were not planted. Snakes and efts
Swarmed in the summer days, and nightly bats
Would fly about our bedrooms. Heathcroppers
Lived on the hills, and were our only friends;
So wild it was when we first settled here.'

12.Οι κούκλες
Τόμας Χάρντυ (1840-1928)

"Όποτε ντύνουμε μαζί τις κούκλες μου, μανούλα
Γιατί τις φτιάχνεις έτσι εσύ
Να μοιάζουν με γενναίους στρατιώτες
Που αληθινούς ποτέ δεν έχω δει
Και όχι σαν κυρίες ευγενικές
Όλο φορέματα, μπούκλες και κρινολίνα
Όπως ο κόσμος ντύνει των μικρών του κοριτσιών τα φιγουρίνια;"

Αχ, γιατί τότε δεν απάντησε πως μόνη αιτία είναι ότι
"Πάντα στο νου της η μαμά σου, έναν γενναίο έχει στρατιώτη
Στρατιώτης ήταν ο μπαμπάς σου
Το όνομά του δεν μπορώ να σου το πω
Δεν είναι αυτός που μένει σήμερα κοντά σου
Μα ένας άλλος που πολύ τον αγαπώ".

(Από συλλογή του 1917)

"Whenever you dress me dolls, mammy,
Why do you dress them so,
And make them gallant soldiers,
When never a one I know;
And not as gentle ladies
With frills and frocks and curls,
As people dress the dollies
Of other little girls?"

Ah--why did she not answer:-
"Because your mammy's heed
Is always gallant soldiers,
As well may be, indeed.
One of them was your daddy,
His name I must not tell;
He's not the dad who lives here,
But one I love too well."

13.Χριστούγεννα 1924
Τόμας Χάρντυ (1840-1928)

"Και επί γης ειρήνη!" είπαν. Για την ειρήνη ψάλαμε κι εμείς
Πληρώσαμε για νά'ρθει εκατομμύρια ιερείς
Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια που στις εκκλησίες πάμε
Φτάσαμε τώρα μάσκες αερίων να φοράμε

'Peace upon earth' was said, we sing it,
and pay a million priests to bring it.
After two thousand years of mass
We've got as far as poison gas.

14.Φωτιά & Πάγος
Ρόμπερτ Φροστ (1874 -1963)

Λεν ορισμένοι πως ο κόσμος στη φωτιά ίσως τελειώσει
Κι άλλοι στον πάγο πως θα λειώσει
Καθώς γνωρίζω από πόθο κι έχω νιώσει
Είμαι μ'εκείνους που μιλάνε για φωτιά
Όμως αν ήταν να χαθεί και δεύτερη φορά
Γνωρίζω κι από μίσος αρκετά
Ώστε να λέω πως για την καταστροφή
Είναι ο πάγος μια κατάληξη σωστή

(Ποίημα του 1920)

Some say the world will end in fire,
Some say in ice.
From what I've tasted of desire
I hold with those who favor fire.
But if it had to perish twice,
I think I know enough of hate
To say that for destruction ice
Is also great
And would suffice.