Όσο διαρκεί ένα τραγούδι
Όσο διαρκεί ένα τραγούδι προλαβαίνω να χαρώ, να συγκινηθώ, να κλάψω, να μου περάσουν από το μυαλό χιλιάδες σκέψεις.
Στους δρόμους της Λειψίας στέκονται διάφοροι πλανόδιοι μουσικοί, κυρίως παίζουν κλασσική μουσική γιατί εδώ είναι η πόλη του Μπαχ, του Μέντελσον, του Σούμαν, του Βάγκνερ. Αλλά λόγω της σοβιετικής κληρονομιάς θα βρεις και τους κοζάκους του Δον με τις στρατιωτικές στολές, και τον τενόρο της όπερας που μοιάζει με τον Μπαρίσνικοφ και τραγουδάει α καπέλλα διάφορες άριες και επίσης θα βρεις αυτούς τους τρεις με τις παραδοσιακές τους ρώσικες στολές από σατέν κόκκινα και μωβ, τον χειμώνα με γούνινα μεγάλα καπέλα και μπότες ώς το γόνατο. Αυτούς τους τρεις που τραγουδάνε με ωραίες φωνές διάφορα πασίγνωστα ρώσικα τραγούδια, και άλλα πιο άγνωστα που σε ξεσηκώνουν ή σε κάνουν να θλίβεσαι και να θέλεις να βάλεις τα κλάματα μπροστά στον κόσμο. Αυτούς τους τρεις που ο ένας μοιάζει σαν τον Τάρας Μπούλμπα με τις μουστάκες του.
Στέκομαι πάντα μπροστά σ’αυτούς τους τρεις όποτε τους πετύχω. Και δεν θέλω να ξεκολλήσω. Τους προτιμώ απ’όλους τους άλλους. Κι απ’την κοπέλα με το ηλεκτρικό πιάνο που τραγουδάει άριες κάτω απ’τις αψίδες του δημαρχείου, κι απ’τους τρεις ή τέσσερις που παίζουν Μπαχ και Μότσαρτ μπροστά σ’ένα πολυκατάστημα, κι από το γκρουπ των δέκα ή δεκαπέντε αγοριών ράπερ που κάνουν εντυπωσιακά ακροβατικά στην κεντρική πλατεία της Αγοράς. Εγώ προτιμώ αυτούς τους τρεις γιατί με κάνουν να ονειρεύομαι την απέραντη στέππα, να σκέφτομαι τον Ντοστογιέφσκη και τον Τολστόη, να τους βλέπω σαν ενσάρκωση χαρακτήρων του Γκόγκολ.
Όσο κρατάει ένα τραγούδι βλέπω κάποιους να στέκονται ευλαβικά να τους ακούσουν. Ίσως είναι συμπατριώτες τους, σκέφτομαι, και ήρθαν εδώ να βρουν δουλειά όπως κι εκείνοι. Ίσως είναι νοσταλγοί του σοβιετικού καθεστώτος που σημάδεψε αυτή την πόλη όταν την κατέκτησε μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως είναι παιδιά εκείνων που ήρθαν εδώ σαν κατακτητές. Βλέπω κι έναν κύριο να τραβάει ενοχλημένος την γυναίκα του να φύγουν. Της λέει «εντάξει και τι έγινε, ένα τραγούδι είναι». Σκέφτομαι πόσα μπορεί να’χε περάσει αυτός ο κύριος από το καθεστώς. Μπορεί να τον είχαν συλλάβει, να τον είχαν φυλακίσει, να τον είχαν απειλήσει αν δεν ήθελε να καταδώσει την οικογένειά του στην Στάζι, της οποίας το αρχηγείο υπάρχει ακόμα, σαν μουσείο πλέον σήμερα.
Πόσους συνειρμούς και σκέψεις μπορείς να κάνεις μ’ένα τραγούδι. Πολλοί τους βρίσκουν γραφικούς, όπως εγώ, και τους δίνουν ένα νόμισμα. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μου αρέσει πολύ να τους ακούω αλλά και να τους βλέπω. Με την μπαλαλάϊκα, με το ακορντεόν, με το βιολί, είναι υπέροχοι και οι τρεις. Εκείνοι τι να σκέφτονται άραγε καθώς τραγουδούν; Μοιάζουν να το απολαμβάνουν, να μην το κάνουν μόνο για τα λεφτά. Δεν υπάρχει ούτε κακομοιριά ούτε ζητιανιά στο βλέμμα τους. Είναι αληθινοί καλλιτέχνες και τους φαντάζομαι στον τόπο τους να καβαλάνε ένα άλογο και να διασχίζουν πεδιάδες και βουνά μέσα στα χιόνια σαν σκηνή από τον Δόκτορα Ζιβάγκο. Ξέρω ότι είμαι ρομαντική ψυχή και μια συγχορδία μινόρε αρκεί να με κάνει να δακρύσω.
Όσο διαρκεί ένα τραγούδι προλαβαίνω να χαρώ, να συγκινηθώ, να κλάψω, να μου περάσουν από το μυαλό χιλιάδες σκέψεις.
Δημοσιεύθηκε στις 19.11.17 στο ηλεκτρονικό stepamag.com