Ένα νησί χωρίς θάλασσα
Δεν είμαι εκατό χρονών αλλά για λόγους που μάλλον δεν θα ενδιαφέρουν τους αναγνώστες –όχι λόγους υγείας, ευτυχώς- έχω επισκεφτεί πάμπολλες λουτροπόλεις της Γερμανίας, γνωστές και άγνωστες. Baden Baden, Bad Mergentheim, Bad Kissingen, Bad Bocklet, Bad Ems, Bad Brückenau, Bad Nauheim, Bad Kreuznach και άλλες πολλές με το συνθετικό Bad, λουτρό δηλαδή, και δεν ξέρω ποιά απ’όλες είναι η πιο ωραία. Είναι τόσο περιποιημένες, όμορφες, καθαρές, τακτικές, με κομψά παλιά ή καινούρια κτήρια, με άφθονα λουλούδια και συντριβάνια στα πάρκα, με πολλά παγκάκια για να ξεκουράζονται οι ηλικιωμένοι, με πισίνες και πηγές απ’όπου τρέχουν άφθονα τα ιαματικά νερά γεμάτα σίδηρο, θειάφι και άλλα πολλά μέταλλα και διάφορα στοιχεία. Και δίπλα σ’όλ’αυτά θα βρείτε συνήθως κανένα κάστρο ή παλάτι ιπποτών, συμπαθητικά καφέ για να δοκιμάσετε ένα γλυκό και εστιατόρια για να φάτε σνίτσελ με πατάτες και να πιείτε μια μπύρα. Gemütlich λένε οι Γερμανοί, cozy οι Αμερικάνοι: είναι ό,τι ζεσταίνει το σώμα και την ψυχή, ό,τι προσφέρει ηρεμία, χαλάρωση, οικειότητα, ένα ευχάριστο περιβάλλον δηλαδή. To Bad Kissingen πρέπει να είναι η ναυαρχίδα του στόλου των γερμανικών λουτροπόλεων. Μια Μύκονος για γέρους, μια Μαγιόρκα στη Γερμανία, ένα νησί χωρίς θάλασσα. Με τόσους πολλούς τουρίστες μου δίνει την εντύπωση ελληνικού νησιού, αν και το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό. Στην εντύπωση όμως συμβάλλει και το ότι έχει στηθεί ένα μπαράκι με δυνατή μουσική, ξαπλώστρες και ομπρέλες για τον ήλιο στην όχθη του Ζάαλε, του ποταμού που διασχίζει την πόλη. Είναι μια τεχνητή αμμουδιά που θυμίζει νησί. Συγχρόνως είναι η παραθεριστική ατμόσφαιρα, το γεγονός ότι όλος αυτός ο κόσμος βρίσκεται εδώ για διακοπές, όπως στα δικά μας νησιά. Εν πάση περιπτώσει, ο άνθρωπος έχει την τάση να κάνει συσχετισμούς και παραλληλισμούς μ’αυτά που ξέρει, οπότε για μένα διακοπές ίσον νησιά. Δεν έχω πάει στην λουτρόπολη της Αιδηψού αλλά κάπως έτσι την φαντάζομαι, σαν το Bad Kissingen. Ένα χρυσωρυχείο για ξενοδόχους και άλλους επιχειρηματίες, με κακής ποιότητος εστιατόρια –υπάρχουν και εξαιρέσεις όπου τρως καλά- γιατί ως γνωστόν οι ηλικιωμένοι δεν είναι εκλεκτικοί, είναι κατά κανόνα πολυφαγάδες αλλά όχι καλοφαγάδες. Όλα ωραία τα βρίσκουν, αρκεί να γεμίζουν το στομάχι τους και να έχουν παρέα. Παρατηρείς την τρίτη ηλικία εδώ στο Μπαντ Κίσσιγκεν, και δεν υπάρχουν περιθώρια για φαντασία σχετικά με το μέλλον σου. Αν σταθείς τόσο τυχερός και καταφέρεις να περάσεις τα εβδομήντα, το πιθανότερο είναι ότι κάποιο από τα άκρα σου θα υποφέρει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ρευματισμοί, αρθριτικά, θα σκεβρώσεις και θα συρρικνωθείς, θα καμπουριάσεις, τα πόδια σου θα πρηστούν, τα δάχτυλά σου θα παραμορφωθούν, θ’αρχίσεις να κουτσαίνεις και να φαίνεται η καταραμένη σκολίωση που σου διέγνωσαν όταν ήσουν μικρός αλλά δεν άκουσες τον ορθοπαιδικό τότε που σού’λεγε να κάνεις ασκήσεις για να τη νικήσεις. Αλλά ακόμα και αν περάσεις αλώβητος απ’όλ’αυτά, κάπου παραμονεύει το Αλτσχάϊμερ ή άλλη μορφή άνοιας που θα σε κάνει να δείχνεις και να νοιώθεις χαμένος στο διάστημα ή πεισματάρης σαν νήπιο και χαζοχαρούμενος. Μπορεί ν’αρχίσεις να εξευτελίζεσαι και με άλλους τρόπους: να τα κάνεις πάνω σου, να ρίχνεσαι στη νοσοκόμα ή ακόμα και στις συγγενείς σου που έρχονται να σ’επισκεφτούν. Κι αν όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά, υπάρχει ο καταρράκτης, η βαρυκοϊα, το εγκεφαλικό, το έμφραγμα, η νόσος του Πάρκινσον και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου. Η ζωή σου σαν ταινία μπορεί να περάσει από μπροστά σου καθώς χαζεύεις αυτά τα άσπρα κεφάλια. Μπορείς να φανταστείς τα τελευταία σου χρόνια. Κι αν αυτό σου φαίνεται θλιβερό, μπορείς ν’αναρωτηθείς κοιτάζοντας τα άσπρα κεφάλια πώς να ήταν άραγε η δική τους ζωή. Τα φαινόμενα, όμως, απατούν. Όταν ήμουν παιδί έβλεπα τον παππού μου, έναν μάλλον στριφνό ηλικιωμένο, μισερό από το εγκεφαλικό που του είχε παραλύσει χέρι και πόδι, έναν γέρο που δεν πήγαινε πουθενά χωρίς το μπαστούνι του, και δεν μπορούσα να φανταστώ πόσα πράγματα είχε δει και είχε κάνει στη ζωή του. Περιπέτειες κάθε είδους. Κι αν κοίταζες τον πατέρα μου στα τελευταία του, με το μάτι του τόσο άδειο, με το βλέμμα του τόσο απλανές εξ αιτίας της άνοιας, δεν θα μπορούσες να εικάσεις ότι αυτός ο άνθρωπος που κρατούσε την εφημερίδα ανάποδα νομίζοντας ότι διαβάζει, είχε πράγματι διαβάσει στη ζωή του εγκυκλοπαίδειες ολόκληρες και πολλές βιβλιοθήκες με τόμους λογοτεχνίας, ιστορίας, μαθηματικών κ.ά. Ή ότι κάποτε ήταν η ψυχή της παρέας, κάποιος που έλαμπε πάντα όχι μόνο χάρη στις γνώσεις του αλλά και στο ευφυές του χιούμορ και στη γοητεία που εξέπεμπε η εμφάνισή του και όλη η προσωπικότητά του. Όλα εδώ πληρώνονται, φαίνεται. Ακόμα κι εκείνο το «μία ματιά στα γηρατειά» που μας μετέφερε γελώντας όταν γυρνούσε από το κέντρο της Αθήνας –λόγια που έλεγε τραγουδιστά ένας καϋμένος γέρος, ο οποίος ζητιάνευε εκεί. Θα γίνω δύσκαμπτη κάποτε κι εγώ, λοιπόν, αργή, ακόμα και αν το πνεύμα μου τώρα είναι ακόμα γοργό. Στα 39 μου ένοιωσα για πρώτη φορά ότι κάτι είχε αλλάξει στο σώμα μου. Πάντα ήμουν λίγο «σκυλάκι του καναπέ», μου άρεσαν οι ξάπλες δηλαδή, αλλά τότε, στα 39, ένοιωσα πως άρχιζα να κουράζομαι πιο εύκολα από παλιά. Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους που δείχνουν πάντα νεότεροι, αλλά τώρα, μια δεκαετία μετά από εκείνες τις πρώτες αλλαγές, βλέπω κι άλλα αδιαμφισβήτητα σημεία γήρατος, πέρα από τις άσπρες τρίχες στα μαλλιά. Στα χέρια, λόγου χάριν, έχουν πεταχτεί οι φλέβες και προτιμώ να μην φοράω δαχτυλίδια για να μην τονίζω τις έντονες πτυχές στις κλειδώσεις των δαχτύλων –παρεμπιπτόντως αυτές οι πτυχές ήταν από τα πρώτα σημάδια γερατειών που παρατήρησα επάνω μου. Για το στήθος ας μη μιλήσω καλύτερα, μια πανωλεθρία, κι όσο για το άλλοτε σφιχτό δέρμα, τώρα είναι σαν πλεκτό από τις πολλές «πιέτες» της κυτταρίτιδας. Οι κηλίδες στο δέρμα πολλαπλασιάζονται καθημερινά με γεωμετρική ταχύτητα και τα μαλλιά αραιώνουν με ταχείς ρυθμούς και αυτά. Και δεν ξέρω μήπως η ανάγκη για υπερβολικές εξομολογήσεις μέσω της συγγραφής δεν έχει τόσο να κάνει με την εποχή του ίντερνετ και των μπλογκ αλλά με μια χαλάρωση της μυστικοπάθειας που μ’έδερνε άλλοτε –χαλάρωση που σχετίζεται εκατό τοις εκατό με την προέλαση του γήρατος. Πάντως, υπάρχουν και ηλικιωμένοι που αντιστέκονται. Μια κυρία που περίμενε τις προάλλες ώρες ατέλειωτες δίπλα μου στον οφθαλμίατρο, γύρισε εκνευρισμένη και μου είπε: «Έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Αυτό που δεν έχω είναι υπομονή!» Κατά τ’άλλα η επιστήμη προοδεύει και θα διατηρεί εμάς τους ανθρώπους ερείπια και μούμιες ζωντανές όσο θα έχουμε λεφτά να την πληρώνουμε αλλά ούτε το θέαμα που παρουσιάζουμε είναι ωραίο για τους άλλους ούτε η αίσθηση που έχουμε ο καθένας για τον εαυτό του σ’αυτή την κατάσταση είναι ευχάριστη. Απλώς συντηρούμαστε στη ζωή λοιπόν, παλεύοντας με νύχια και δόντια να κρατήσουμε τα παλιά μας μεγαλεία, ίχνη από την αλλοτινή ομορφιά μας, ή από το γερό, διαυγές μυαλό που είχαμε στα νιάτα μας. Από τις κινητικές –ή μήπως νοητικές;- μου ικανότητες με έχει εγκαταλείψει δυστυχώς η δαιμονισμένη μου ταχύτητα στο πληκτρολόγιο και ευτυχώς η μανία μου, σε σπάνιες στιγμές που είχα ανάγκη να νοιώσω ριψοκίνδυνη, να κάνω σφήνες με το μικρό μου αυτοκινητάκι στην Κηφισίας ή την παραλιακή. Στο Bad Kissingen έρχονται για «κούρα» γέροι άρρωστοι, αδυνατισμένοι, λείψανα με το ένα πόδι στον τάφο, γέροι υγιείς, γέροι κοτσωνάτοι, γέροι με πατερίτσες, γέροι σε καροτσάκια ή μάλλον γριές αφού οι γριές είναι η πλειοψηφία εδώ, οι άντρες ως πιο ευπαθή όντα είναι εμφανώς λιγότεροι. Μια κοινωνία γερόντων που όσο πάει γηράσκει και περισσότερο καθώς δεν ανανεώνεται με φρέσκο πληθυσμό. Γριές ετοιμόρροπες, γριές ερείπια, όλες μια κοψιά, με παντελόνι και αθλητικά παπούτσια, με άσπρο κοντό μαλλί, όχι βαμμένο και φτιαγμένο στο κομμωτήριο σαν των δικών μας στην Ελλάδα. Άλλες πιο καλοντυμένες, μ’ένα κολιεδάκι στο λαιμό, μια μπλούζα εμπριμέ, κι ένα απλό ρολόϊ στο χέρι. Η εικόνα με τρομάζει και μ’ευχαριστεί συγχρόνως. Με τρομάζει γιατί κάνω διαρκώς υπολογισμούς, σε δεκαπέντε χρόνια θά’μαι σαν αυτήν, σε είκοσι χρόνια σαν την άλλη, γιατί όπως είπα τα βλέπω ήδη τα σημάδια στο σώμα μου και τα αναγνωρίζω. Η εικόνα μ’ευχαριστεί συγχρόνως, γιατί έχω μπροστά μου ανθρώπους που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, οικογενειακό κι επαγγελματικό, και γερνάνε με αξιοπρέπεια, ευχαριστημένοι απ’όσα πέτυχαν. Δεν ξέρω αν κάποιοι απ’αυτούς βασανίζονται από ερωτήματα του τύπου: «Έκανα πράγματι όσα μπορούσα να κάνω, προσέφερα στους άλλους όσα μπορούσα να προσφέρω, αξιοποίησα τα τάλαντά μου σύμφωνα με την χριστιανική παραβολή, υπήρξα καλός γονιός;» Πάντως, δείχνουν ευχαριστημένοι, ικανοποιημένοι, πλήρεις. Τρεις φορές την ημέρα, πρωί, μεσημέρι και νωρίς το βράδυ, σαν φάρμακο, απολαμβάνουν τις παλιομοδίτικες συναυλίες κλασσικής μουσικής στα άσπρα παγκάκια της λουτρόπολης ή όταν βρέχει μέσα στη μεγάλη αίθουσα όπου πίνουν τα νερά. Η εκπληκτική ορχήστρα είναι εκπαιδευμένη ως προς το κοινό της, κυριολεκτικά «παντός καιρού», δεν πτοείται από θορύβους και άλλες παρεμβολές. Δεν πτοείται από τα κινητά που χτυπάνε και που οι ηλικιωμένοι κάτοχοί τους δεν τα ακούνε, από τις γηραιές κυρίες που θυμούνται τα νιάτα τους και στα πιο ζωηρά κομμάτια σηκώνονται να χορέψουν με τρεμάμενα βήματα, από τα μπαστούνια που πέφτουν με βροντερό θόρυβο στο πάτωμα, από τα άκαιρα χειροκροτήματα αλλοδαπών θαμώνων, ασυνήθιστων στην κλασσική μουσική, παντρεμένων με ξανθές Γερμανίδες, από τους γαϊδουρόβηχες των γέρων και από άλλα πολλά. (Για να είμαι δίκαιη πρέπει να πω ότι η πλειοψηφία του κοινού είναι εξαιρετικά πειθαρχημένη και παρακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τα κοντσέρτα). Τα βράδια, αν οι ηλικιωμένοι δεν πάνε για ύπνο με τις κότες, μπορούν να διασκεδάσουν στο καζίνο. Το πρωί έχουν κάνει πεζοπορία –οι περισσότεροι είναι εξαιρετικά αθλητικοί στο σουλούπι, παρά τα χρόνια τους- στα δάση και έχουν επισκεφτεί τα γειτονικά αξιοθέατα. Υπάρχει φυσικά και μοναξιά εδώ. Πολλοί τριγυρίζουν μόνοι, έχοντας άφθονο χρόνο στην διάθεσή τους για παρατήρηση των περαστικών αφού η όρασή τους δεν τους επιτρέπει πια πολύ διάβασμα. Υπάρχει μοναξιά που δεν καλύπτεται από την επαγγελματική συντροφιά των γυναικών από ανατολικές χώρες, οι οποίες έρχονται εδώ να εργαστούν σαν νοσοκόμες. Έχουν κι αυτές όλες την ίδια κοψιά. Είναι στιβαρές, με κοντά βαμμένα κοκκινωπά μαλλιά, μια άχαρη σλάβικη φάτσα που δεν ήταν ποτέ όμορφη, κι έναν σωματότυπο ντοπαρισμένης αθλήτριας των κομμουνιστικών καθεστώτων. Φοράνε τους απαραίτητους χρυσούς κρίκους στ’αυτιά, σήμα κατατεθέν της καταγωγής τους, το μοναδικό τους κόσμημα, ίσως το μοναδικό πράγμα αξίας που απέκτησαν ή θ’αποκτήσουν ποτέ σ’αυτή τη ζωή. Οι γυναίκες αυτές, σκέφτομαι, που άφησαν πίσω τους οικογένειες (τις έβλεπα και στην Ελλάδα πριν την κρίση να φροντίζουν δύστροπους γέρους και κακομαθημένα παιδιά), οι γυναίκες αυτές που έκλαιγαν στη σκέψη των δικών τους παιδιών που τα είχαν αφήσει πίσω στη Γεωργία, στην Ουκρανία, στη Ρωσία, στη Βουλγαρία, αυτές οι γυναίκες οι βασανισμένες, που έτρωγαν με βουλιμία στα σπίτια όπου εργάζονταν σαν να μην είχαν ξαναδεί ώς τότε φαγητό, ελπίζω να πάνε κατ’ευθείαν στον Παράδεισο. Όση ομορφιά τους λείπει και όση χάρη, τόση υπομονή, εγκαρτέρηση, πίστη, καλωσύνη και διάθεση για αλληλεγγύη έχουν. Άγγελοι αληθινοί και μακάρι να έφτανε και η δική μου ψυχή στο μικρό τους δαχτυλάκι ώστε να πάω κι εγώ στον Παράδεισο. Παράδεισος, πάντως, είναι για τους ηλικιωμένους το Bad Kissingen. Ή τουλάχιστον προθάλαμος Παραδείσου, χάρη στην ομορφιά και την καθαριότητά του. Οι Γερμανοί αγαπούν τη χώρα τους και προσέχουν πολύ τον τουρισμό τους, εσωτερικό και εξωτερικό, νεανικό και γεροντικό. Κι επειδή είναι όλα τόσο οργανωμένα, έχεις την εντύπωση ότι δεν γίνεται καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια γι’αυτό το ωραίο και ήρεμο αποτέλεσμα. Κι όμως πολύς κόσμος δουλεύει αθόρυβα, διακριτικά και με χαμόγελο, χωρίς να ξεφυσάει, χωρίς να ιδρωκοπάει, χωρίς να κάνει επίδειξη της κούρασής του. Από εδώ πέρασε το 1856 και ο πληθωρικός Ροσσίνι, υπάρχει μια πλάκα πάνω στον τοίχο ενός κτηρίου που επισημαίνει το γεγονός. Περπατώντας βλέπεις, πάντως, πού και πού μερικούς εκκεντρικούς ηλικιωμένους, οι οποίοι ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ένα ζευγάρι, αίφνης, που νομίζει πως βρίσκεται στη Φλόριντα ή στις Κάννες. Ένα ζευγάρι που δεν έχει συμφιλιωθεί με την ηλικία του. Εκείνη φοράει κατακόκκινα ρούχα, το μαλλί το έχει βάψει κορακί και η μούρη είναι καλυμμένη από πολλές στρώσεις μέϊκ απ. Εκείνος, με νεανική περιβολή και δέρμα χρώματος πορτοκαλί -καμμένο από το σολάριουμ. Είναι να τους κλαις. Ένα άλλο ζευγάρι είναι αμετανόητοι της Χάρλεϊ σ’αυτή την ηλικία. Μαύρες δερμάτινες στολές μηχανόβιων, μακριά ξεχτένιστα μαλλιά (όσα έχουν απομείνει), αλυσίδες. Για γέλια. Βλέπω κι ένα ζευγάρι που σπρώχνει ένα καρότσι, σκέφτομαι πως θα είναι το εγγονάκι τους. Μετά αντιλαμβάνομαι ότι μέσα στο καροτσάκι βρίσκεται ένας σκύλος! Γέροι και γριές σε αναπηρικά καροτσάκια, με τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, με κάποια νοσοκόμα ή βοηθό να τους σπρώχνει στα πάρκα, γέροι αυτόνομοι με τα αεροδυναμικά τους τρίκυκλα μηχανάκια ή μ’εκείνες τις στράτες που έχουν και καλαθάκι για τα ψώνια. Άλλοι με παραδοσιακά μπαστούνια και πατερίτσες και κάποιοι λίγοι ευτυχείς, χωρίς κανένα βοήθημα, βαδίζουν ακόμα στητοί, ανυπάκουοι προς το αίνιγμα που έθεσε η Σφίγγα στον Οιδίποδα. Νέος είσαι όσο έχεις ευλύγιστη σπονδυλική στήλη, λέει η ινδική σοφία, και έτσι πρέπει να είναι. Θα ήθελα να προσθέσω ότι νέος είσαι όσο είναι και το πνεύμα σου νεανικό. Αν είσαι τόσο τυχερός ώστε να συνδυάζεις πάντα και τα δύο, δεν θα γεράσεις ποτέ.
-Λητώ Σεϊζάνη. Δημοσιεύθηκε στο τεύχος υπ'αρ.16 του λογοτεχνικού περιοδικού "Φρέαρ" και αναδημοσιεύθηκε στο ηλεκτρον.περιοδικό ideostrovilos.gr