Παραμύθι με Όνομα: Πηνελόπη Δέλτα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια κοπέλα που ήταν πολύ πλούσια και πολύ δυστυχισμένη. Την έλεγαν Πηνελόπη και της άρεσε να γράφει. Έγραφε, έγραφε, όλη την ώρα έγραφε στο ημερολόγιό της. Γι’αυτά που έβλεπε μέσα στο σπίτι της, για τη σχέση της με τους γονείς της, με τ’αδέλφια της, για τις παιδικές της αναμνήσεις, για τα συναισθήματά της. Η Πηνελόπη ήταν πολύ συναισθηματική. Την πλήγωνε η αδικία είτε όταν στρεφόταν εναντίον της είτε όταν γινόταν εις βάρος των άλλων. Όταν μεγάλωσε, άρχισε να γράφει βιβλία για παιδιά. Ένα βιβλίο της είχε πρωταγωνιστή τον αδελφό της, ένα ζωηρό αγόρι που το έλεγαν Αντώνη, και που έκανε χίλιες δυο σκανταλιές. Όμως ήταν ένα αγόρι αξιοθαύμαστο στα μάτια της αδελφής του, γιατί ήταν πάντα δίκαιο και γενναίο κι ήξερε να επωμίζεται την ευθύνη των πράξεών του ακόμα κι αν αυτό σήμαινε τιμωρία, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε μπάτσο από το «παχουλό χεράκι της θείας Βιργινίας». Σε άλλο της βιβλίο η Πηνελόπη έκανε ήρωα έναν σκύλο, τον «Μάγκα». Ο σκύλος απορούσε με όσα έβλεπε στον κόσμο των ανθρώπων, με τη σκληρότητά τους και με την ανοησία τους. Απ’όλους τους ανθρώπους ξεχώριζε τον αγαπημένο του Λουκά, τον «Λουκαδάκο» του, που ήταν καλό παιδί και αγνό. Σε μια περιπέτειά του μακριά από το σπίτι, ο Μάγκας γνώρισε και τον Αφράτο, έναν θυμόσοφο σκύλο του δρόμου που είχε πάρει κατ’ευφημισμόν αυτό το όνομα μια που στην πραγματικότητα ήταν ισχνός και πεινασμένος. Και μετά ο Μάγκας πήγε στον πόλεμο και βρέθηκε να συμμετέχει στον Μακεδονικό Αγώνα σ’ένα άλλο βιβλίο της ίδιας συγγραφέως που είχε τίτλο «Στα μυστικά του βάλτου». Γιατί η Πηνελόπη είχε μεγάλη αγάπη στην Ελλάδα και στην ιστορία της. Ήθελε να τη μάθει στα παιδιά που θα διάβαζαν τα βιβλία της. Κι εκείνο τον καιρό τη ζούσε και η ίδια από κοντά. Είχε έρθει στην Αθήνα από την Αίγυπτο και είχε γνωρίσει τον Βενιζέλο, τον οποίο λάτρευε και τον Πλαστήρα που επίσης εκτιμούσε. Είχε γνωρίσει και τον Ίωνα Δραγούμη, τον οποίο ερωτεύθηκε με πάθος. Παντρεμένη με το ζόρι μ’έναν άνδρα καλό που όμως εκείνη δεν κατάφερε ποτέ ν’αγαπήσει, η Πηνελόπη έζησε αυτή την ιστορία με τον Δραγούμη σαν ένα όνειρο που εξελίχθηκε σε εφιάλτη καθώς η κοινωνία της εποχής δεν επέτρεπε σκάνδαλα. Στα ημερολόγιά της διαβάζουμε πόσο τραυματική υπήρξε για εκείνην η παράνομη αυτή σχέση. Με τον άντρα της η Πηνελόπη απέκτησε τρεις κόρες που όλες στα ίχνη της μητέρας τους ενδιαφέρονταν για τα κοινά και για τους συνανθρώπους τους. Ακολούθησαν το παράδειγμά της ακόμα και μέσα στη θλίψη τους για την αρρώστια της και για τον θάνατό της, την αυτοκτονία της δηλαδή την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Ναι, οι κόρες της, η Σοφία, η Βιργινία και η Αλεξάνδρα ακολούθησαν το παράδειγμα που είχε θέσει εκείνη όταν το ’22 έτρεχε να προσφέρει βοήθεια στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εκείνη και όλη της η οικογένεια, ο πατέρας της Εμμανουήλ Μπενάκης, ο αδελφός της Αντώνης και άλλοι συγγενείς της που είχαν μεγάλη περιουσία, υπήρξαν ευεργέτες του ελληνικού κράτους, προσφέροντας όχι μόνο το σπίτι τους και τις συλλογές τους που σήμερα αποτελούν το γνωστό Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα αλλά και άλλα ακίνητα και σημαντικά ιδρύματα στην Κηφισιά. Το παραμύθι της ζωής της Πηνελόπης μπορεί να μην είχε αίσιο τέλος. Ένα άλλο παραμύθι, όμως, που έγραψε, το «Παραμύθι χωρίς όνομα», το οποίο εξιστορεί τις περιπέτειες της Ελλάδας με τρόπο αλληγορικό, έχει αίσιο τέλος καθώς ο γιος του βασιλιά Αστόχαστου, ενός βασιλιά που όπως λέει και τ’όνομά του είχε σπαταλήσει την περιουσία του κράτους σε γλέντια και σε ανοησίες, έρχεται τώρα με το όνομα Συνετός να κυβερνήσει. Παραλαμβάνει τη χώρα σε άθλια κατάσταση, σε μεγάλο χάλι, και με σκληρή δουλειά, επιλέγοντας με προσοχή για συνεργάτες τους λιγοστούς αδιάφθορους που έχουν απομείνει στον τόπο, καταφέρνει να την αναστήσει και να την κάνει πάλι μεγάλη και τρανή.
Τα βιβλία της, όλα τα παραπάνω δηλαδή, καθώς και εκείνα που έχουν θέμα τη βυζαντινή ιστορία («Για την πατρίδα» και «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου») και την «Ζωή του Χριστού», μπορεί να διαβάζονται συνήθως από μικρά παιδιά, απευθύνονται, όμως, σε όλους, μικρούς και μεγάλους. Αυτό που είχε καταλάβει η Πηνελόπη Δέλτα ήταν ότι είναι καλό να μην ξεχνάμε την ιστορία μας, να μην την υποτιμάμε, αλλά να την διαβάζουμε, να τη μελετάμε και να βγάζουμε συμπεράσματα. Εκείνη το έκανε ενώ συγχρόνως συγκέντρωσε και ένα μεγάλο αρχείο από την ιστορία της εποχής της. Οι απόγονοί της φρόντισαν να επιμεληθούν την αλληλογραφία της με πολιτικούς της εποχής καθώς και τις σημειώσεις που κρατούσε από όσα σημαντικά γεγονόταν συνέβαιναν καθημερινά. Έτσι, χάρη στο ενδιαφέρον της για την επικαιρότητα, υπάρχει σήμερα ένα πολύτιμο ιστορικό αρχείο για τις προσωπικότητες που προαναφέραμε, Βενιζέλο, δηλαδή, Πλαστήρα και Δραγούμη και για την δράση τους (Εκστρατεία Ουκρανίας, Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία και άλλα).
Για μένα προσωπικά και για πολλούς άλλους που μεγάλωσαν διαβάζοντας τα βιβλία της προτού οι κακοπροαίρετοι την χαρακτηρίσουν υπερβολικά πατριώτισσα (κάτι που σήμερα, βέβαια, θεωρείται ντροπή και δεν είναι καθόλου της μόδας), για μένα λοιπόν η Πηνελόπη Δέλτα είναι ένα σημείο αναφοράς της παιδικής μου ηλικίας. Στο σπίτι μου τα αστεία της τα επαναλαμβάναμε συχνά και ήταν οικείες εκφράσεις της καθημερινότητάς μας οι εξής: «Είπε βρε συ σ’έναν αξιωματικό!», «Οι βόλοι της Πουλουδιάς», «Τιτς μαρίτσκα μόγια» και άλλα πολλά.
Για μένα η Πηνελόπη Δέλτα είναι ένα πρόσωπο που θ’αγαπώ για πάντα αφού τα βιβλία της ήταν τα πρώτα μου εξωσχολικά αναγνώσματα κι ας μην ήταν τόσο για αναψυχή αφού μ’έκαναν συχνά να κλαίω οι περιγραφές με τον γέροντα Παγράτη που γυρίζει τις μυλόπετρες και με τον Βασίλη που αναζητά το χαμένο του παιδί. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πραγματικότητα της προσφυγιάς και των χαμένων πατρίδων που όλοι λίγο πολύ την κουβαλούσαμε μέσα στο σπίτι μας, δεν απείχε πολύ από τις δραματικές εικόνες των βιβλίων της.
Για όλ’αυτά και για άλλα πολλά που ξυπνάνε μέσα μου κάθε φορά που διαβάζω τα βιβλία της, θέλησα να γράψω σήμερα αυτό το μικρό παραμύθι που έχει το όνομα της Πηνελόπης Δέλτα.