Middlemarch: Οι αποχρώσεις της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας

 

«Οι άνθρωποι ήταν γελοίοι με τις ψευδαισθήσεις τους, ανόητοι χωρίς να το αντιλαμβάνονται, πίστευαν ότι τα δικά τους ψέμματα ήταν αόρατα ενώ όλων των άλλων ήταν εμφανή. Οι άνθρωποι θεωρούσαν τους εαυτούς τους εξαιρέσεις στα πάντα, λες και όλος ο κόσμος έδειχνε κίτρινος κάτω από μια λάμπα και μόνον οι ίδιοι είχαν χρώμα ροδαλό».

Όπως και στο βιβλίο της με τίτλο Silas Marner, η George Eliot στο μυθιστόρημα Middlemarch δείχνει να έχει καταλάβει ότι το χρήμα βρίσκεται στο κέντρο πολλών σχέσεων της κοινωνίας, ότι κινεί τα νήματα και κατευθύνει τις επιθυμίες των θνητών, αποκαλύπτοντας συχνά την πραγματική τους φύση. Όλοι μας, αν το καλοσκεφτούμε, έχουμε κάποια σχέση με το χρήμα, είτε το αγαπάμε είτε το μισούμε, είτε το επιθυμούμε είτε το περιφρονούμε.

Το Middlemarch είναι μια περιοχή της Αγγλίας, την οποία επινόησε η φαντασία της συγγραφέως. Μια φανταστική περιοχή της Αγγλίας που έχει, όμως, χαρακτηριστικά εμπνευσμένα από την πραγματικότητα της Βικτωριανής εποχής στην οποία έζησε η ίδια η George Eliot.

Οι ίντριγκες, οι συμβάσεις της κοινωνίας, τα λάθη, τα πάθη και οι έρωτες της επαρχιακής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, των ανθρώπων της μεσαίας ή ανώτερης τάξης στην επαρχία, η μάχη για το χρήμα, η θέση της γυναίκας, οι χαρακτήρες που ονειρεύονται έναν πιο πνευματικό βίο, οι άλλοι, οι πιο κενοί ή ελαφρόμυαλοι, όλοι συνθέτουν έναν μεγάλο πίνακα με την υπογραφή της παρατηρητικής, συχνά φλεγματικής συγγραφέως, στης οποίας τα λογοτεχνικά προτερήματα συγκαταλέγεται η απότομη ανατροπή της σοβαροφάνειας.

«Όταν μια συζήτηση πάρει στραβή τροπή για μας, το μόνο που κάνουμε είναι να βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ στο τέλμα της αμηχανίας.»

Μπορεί να μην βρίσκουμε εδώ την δύναμη και την ένταση του δικού της Silas Marner, μπορεί να μην έχει την φλόγα της Emily Bronte ή την λογοτεχνική μεγαλοφυία ενός Dickens, παρ’όλ’αυτά το βιβλίο Middlemarch με τους πιο χαμηλούς και φιλοσοφημένους τόνους του, με το λεπτό, σχεδόν ανεπαίσθητο αλλά ταυτοχρόνως κυνικό χιούμορ του, κατέχει σημαντική θέση στην διεθνή λογοτεχνία καθώς ξεφεύγει από τα όρια της Αγγλίας και μιλά με παγκόσμιους όρους για τις αποχρώσεις της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας.

«Εμείς οι θνητοί, άντρες και γυναίκες, καταπίνουμε πολλές απογοητεύσεις μεταξύ της ώρας του πρωινού και του βραδινού μας γεύματος. Συγκρατούμε τα δάκρυά μας, έχουμε χείλη κάπως χλωμά και όταν μας ρωτούν, απαντάμε: «Δεν έχω τίποτα!» Η περηφάνεια μας βοηθάει. Η περηφάνεια δεν είναι κάτι κακό όταν μας ωθεί απλώς να κρύβουμε τις πληγές μας – όχι να πληγώνουμε τους άλλους.»

Μια πρωταγωνίστρια του βιβλίου που αναζητά τον λόγο της ύπαρξής της είναι η Dorothea Brooke. Ονειρεύεται μια ζωή που θα έχει νόημα μέσω της προσφοράς προς τους άλλους. Η πραγματικότητα ή ο ίδιος της ο χαρακτήρας έρχονται να την διαψεύσουν διαρκώς. Η αίσθηση του καθήκοντος την οδηγεί συχνά σε λανθασμένα μονοπάτια. Όπως της λέει ο Will, o εξάδελφος του άντρα της:

«Η μεγαλύτερη ευλάβεια είναι να απολαμβάνεις κάτι –όποτε μπορείς. Μ’αυτόν τον τρόπο κάνεις ό,τι είναι δυνατόν για να σώσεις την υπόληψη της γης ως ευχάριστου πλανήτη. Και η ευχαρίστηση έχει ακτινοβολία. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να φροντίσεις τους πάντες. Αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως όταν αισθάνεσαι ευχαρίστηση, με την τέχνη ή με οτιδήποτε άλλο. Θα’θελες να μετατρέψεις όλα τα νιάτα του κόσμου σε μια τραγική χορωδία που θα θρηνεί και θα ηθικολογεί σχετικά με τη μιζέρια του κόσμου; Υποψιάζομαι ότι έχεις κάποιες λανθασμένες απόψεις σχετικά με τις αρετές της μιζέριας και ότι θέλεις να κάνεις ζωή οσιομάρτυρος».

Άλλος ήρωας του μυθιστορήματος, ο γιατρός Lydgate διαπνέεται και αυτός από ορισμένα ιδανικά που κλονίζονται επίσης μέσα στο μικροαστικό πλαίσιο του Middlemarch. Κατά κάποιο τρόπο, ο κόσμος αποδεικνύεται μια παγίδα με διαρκείς εκβιασμούς από την πλευρά της κοινωνίας. Οι ήρωες του βιβλίου αναγκάζονται να θυσιάσουν τις καλές τους προθέσεις σ’αυτούς τους εκβιασμούς.

«Αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής της κρυφής σύγκλισης των ανθρώπινων πεπρωμένων, θα δει την αργή προετοιμασία επιρροής της μιας ζωής επί της άλλης, που προδίδει σαν υπολογισμένη ειρωνεία την αδιαφορία ή το παγερό βλέμμα μας προς έναν γείτονα, με τον οποίο δεν έχουμε ακόμα γνωριστεί. Η μοίρα στέκει παράμερα σαρκαστική, κρατώντας τους δικούς μας ρόλους στο χέρι της.»

Αν και σποραδικά εκφράζει τις σκέψεις της σε πρώτο πρόσωπο (κάτι που μας ξενίζει για την εποχή στην οποία γράφτηκε το έργο), η συγγραφέας George Eliot μάλλον πρέπει να ταυτίζεται και με την Mary Garth, την πιο ήρεμη, εσωστρεφή, ολιγαρκή ηρωίδα του Middlemarch που είναι μεν ρεαλίστρια, έχει όμως και τις ανθρώπινες αδυναμίες της. Η ίδια η George Eliot στην προσωπική της ζωή υπήρξε αντισυμβατική καθώς είχε επί πολλά χρόνια δεσμό με έναν παντρεμένο και μετά τον θάνατο εκείνου, παντρεύτηκε με κάποιον που ήταν 20 χρόνια νεότερός της. Η Eliot, της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Mary Ann Evans, υπήρξε επίσης μεταφράστρια θεολογικών και φιλοσοφικών έργων από τα γερμανικά και τα λατινικά και είχε άποψη για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής της.