Δύο διηγήματα του Πιραντέλλο
Λεονώρα αντίο Στα εικοσιπέντε του χρόνια ο Ρίκο Βέρρι, έφεδρος αξιωματικός, διασκέδαζε με την παρέα των άλλων αξιωματικών του συντάγματος. Ήταν όλοι από την ηπειρωτική Ιταλία και επειδή δεν ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα τους σε εκείνη την σκονισμένη πόλη, στο εσωτερικό της Σικελίας, μαζεύονταν σα μύγες γύρω από τη μόνη φιλόξενη οικογένεια, την οικογένεια Λα Κρότσε, που αποτελείτο από τον πατέρα, τον Ντον Παλμίρο (ή Φλογέρα όπως τον έλεγαν όλοι γιατί σφύριζε πάντοτε αφηρημένος), μηχανικό στα μεταλλεία, τη μητέρα, τη Ντόνα Ινιάτσια, γεννημένη στη Νάπολι, που στο χωριό την ήξεραν όλοι σαν Στρατηγίνα και που μετονομάστηκε ποιός ξέρει για ποιό λόγο σε Ντόνα Νικοντέμα. Και από τις τέσσερις ωραίες κόρες τους που ήταν γεματούτσικες και συναισθηματικές, ζωηρές και παθιασμένες: τη Μομμίνα, την Τοτίνα, τη Ντορίνα και τη Μεμέ. Με τη δικαιολογία ότι και στην ηπειρωτική Ιταλία "έτσι κάνουν", αυτοί οι αξιωματικοί, παρ'όλο το κουτσομπολιό και τα σχόλια όλων των άλλων οικογενειών του χωριού, κατάφεραν να μπλέξουν τις τέσσερις κοπέλες στις πιο τολμηρές και γελοίες επιπολαιότητες. Κατάφεραν να πάρουν τόσο θάρρος μαζί τους που στη θέση τους κάθε άλλη γυναίκα θα είχε κοκκινίσει και το ίδιο και εκείνες φυσικά αν δεν ήταν παραπάνω από βέβαιες ότι όντως και στην ηπειρωτική Ιταλία έτσι έκαναν και πως κανείς δεν θα μπορούσε να το αμφισβητήσει. Τις πήγαιναν στο θέατρο σε δικό τους θεωρείο και η κάθε μια καθόταν ανάμεσα σε δύο. Εκείνος που βρισκόταν αριστερά, της έκανε αέρα με τη βεντάλια και συγχρόνως ο εκ δεξιών της έβαζε στο στόμα ένα σοκολατάκι. Έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία. Όταν το θέατρο ήταν κλειστό, μάθαιναν χορούς και καλούς τρόπους ή έδιναν παραστάσεις στο σπίτι της οικογενείας Λα Κρότσε: η μητέρα έπαιζε με μανία στο πιάνο όλα τα κομμάτια της όπερας που είχαν ακούσει εκείνη τη σαιζόν και με αυτοσχέδια κοστούμια οι τέσσερις αδελφές που ήταν προικισμένες με καλούτσικες φωνούλες, τραγούδαγαν όλους τους ρόλους ακόμα και τους ανδρικούς, φτιάχνοντας πάνω από τα χείλη μουστάκια από καμμένο φελλό και φορώντας καπέλα με φτερά μαζί με τα σακάκια και τα ξίφη των αξιωματικών. Άξιζε το θέαμα της Μομμίνας, της πιο γεμάτης απ'όλες να τραγουδάει τον Ζίμπελ στον "Φάουστ": Ερωτικά λόγια -αγαπημένα λουλούδια... Τα χορωδιακά μέρη τα τραγουδούσαν όλοι μαζί δυνατά ακόμα και η Ντόνα Νικοντέμα από το πιάνο. Έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία. Και πάντοτε για να κάνουν ό,τι γινόταν και στην ηπειρωτική Ιταλία, όταν την Κυριακή το βράδυ έπαιζε στο δημαρχείο η μπάντα του συντάγματος, κάθε μια από τις τέσσερις αδελφές απομακρυνόταν αγκαζέ με έναν αξιωματικό στα πιο σκοτεινά μέρη για να ακολουθήσουν τις πυγολαμπίδες (τι το κακό είχε αυτό!) ενώ η Στρατηγίνα έμενε εκεί φρουρός, θρονιασμένη πάνω στα νοικιασμένα άδεια καθίσματα που ήταν βαλμένα σε κύκλο, κατακεραυνώνοντας τους συγχωριανούς της που της έριχναν κάτι ματιές όλο ειρωνεία και περιφρόνηση. Τέτοιοι αγροίκοι που ήταν και τέτοιοι βλάκες, τόσο ήξεραν κι ούτε είχαν ποτέ τους ακούσει ότι έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που ο Ρίκο Βέρρι, που στην αρχή συμμεριζόταν το μίσος της Ντόνας Ινιάτσια για όλους τους αγροίκους του χωριού, σιγά σιγά ερωτεύθηκε στα σοβαρά τη Μομμίνα και άρχισε να γίνεται και αυτός αγριάνθρωπος. Και τι αγριάνθρωπος! Στις γιορτές, στις τρέλες των συναδέλφων του των αξιωματικών, εκείνος δεν είχε πάρει ποτέ μέρος με την καρδιά του. Είχε παρευρεθεί μονάχα, έτσι για να διασκεδάσει. Και μόλις θέλησε να δοκιμάσει αυτό που έκαναν κι οι άλλοι, να σαχλαμαρίσει δηλαδή με τα κορίτσια, αμέσως, σαν καλός Σικελός, πήρε το αστείο στα σοβαρά. Και έτσι τώρα αντίο διασκέδαση. Η Μομμίνα δεν θα μπορούσε πια ούτε να τραγουδήσει, ούτε να χορέψει, ούτε να πάει στο θέατρο, ούτε κάν να γελάσει όπως παλιά. Η Μομμίνα ήταν καλή κοπέλα, η πιο φρόνιμη από τις τέσσερις αδελφές, εκείνη που θυσιαζόταν, που προετοίμαζε γλέντια και διασκεδάσεις για τους άλλους αλλά δεν τα απολάμβανε. Από αυτά μόνο η κούραση, οι αγρύπνιες και οι έννοιες έμεναν για εκείνη. Όλο το βάρος της οικογένειας έπεφτε στην πλάτη της γιατί η μητέρα της φερόταν σαν άντρας ακόμα και όταν ο Ντον Παλμίρο δεν ήταν στο ορυχείο. Η Μομμίνα ένοιωθε πολλά πράγματα: πρώτα απ'όλα ότι τα χρόνια περνούσαν. Ότι ο πατέρας της με όλες αυτές τις φασαρίες που έκαναν στο σπίτι δεν κατάφερνε να βάλει ούτε μια δεκάρα στην πάντα, ότι κανείς στο χωριό δεν θα την έπαιρνε, όπως και κανείς από τους αξιωματικούς δεν θα ήθελε να τον τυλίξει κάποια από τις τέσσερις αδελφές. Ο Βέρρι όμως δεν κορόιδευε. Ίσα-ίσα! Θα την είχε κιόλας παντρευτεί αν εκείνη είχε υπακούσει στις απαγορεύσεις του και αν είχε αρνηθεί από την αρχή με όλη της τη δύναμη να ακούσει τις παραινέσεις, τις πιέσεις και την αντίδραση των αδελφών της και της μητέρας της. Νάτος λοιπόν: χλωμός, οργισμένος που έβλεπε να την πολιορκούν, με τα μάτια του μονίμως επάνω της, έτοιμος να ξεσπάσει στην παραμικρή παρατήρηση των αξιωματικών. Και ξέσπασε όντως κάποιο βράδυ και έγινε χαλασμός -καρέκλες στον αέρα, σπασμένα τζάμια, ουρλιαχτά, κλάμματα, υστερίες. Τρεις προκλήσεις, τρεις μονομαχίες. Πλήγωσε δύο αντιπάλους και πληγώθηκε από τον τρίτο. Όταν παρουσιάστηκε στο σπίτι των Λα Κρότσε μια εβδομαδα μετά, με τον καρπό του ακόμα τυλιγμένο σε γάζες, δέχθηκε την επίθεση της οργισμένης Στρατηγίνας. Η Μομμίνα έκλαιγε, οι τρεις αδελφές της προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τη μητέρα τους, πιστεύοντας πως θα ήταν καλύτερα να επέμβει ο πατέρας τους για να βάλει στη θέση του αυτόν που χωρίς κανέναν δικαίωμα επέβαλε τον δικό του νόμο στα ξένα σπίτια. Όμως ο Ντον Παλμίρο, αδιάφορος, καθόταν ως συνήθως σε μια γωνιά και σφύριζε. Αφού εξατμίστηκε ο πρώτος θυμός, πεισμωμένος ο Βέρρι, υποσχέθηκε ότι μόλις θα τελείωνε την υπηρεσία του ως έφεδρος αξιωματικός θα παντρευόταν τη Μομμίνα. Η Στρατηγίνα είχε ήδη ζητήσει πληροφορίες στην διπλανή πόλη, στη νότια ακτή του νησιού, και έμαθε ότι ήταν μεν από εύπορη οικογένεια αλλά ότι ο πατέρας του είχε στο χωριό φήμη τοκογλύφου και ζηλιάρη ανθρώπου, τόσο ζηλιάρη που μέσα σε λίγα χρόνια πέθανε από τον καϋμό της τη γυναίκα του. Αντιμέτωπη λοιπόν με την πρόταση γάμου, θέλησε να αφήσει στην κόρη της μερικές μέρες για να το καλοσκεφτεί. Και τόσο εκείνη όσο και οι άλλες κόρες της συμβούλευσαν τη Μομμίνα να μη δεχτεί. Αλλά η Μομμίνα εκτός από τα τόσα που ένοιωθε, είχε και το πάθος για μελόδραμα. Και ο Ρίκο Βέρρι...Ο Ρίκο Βέρρι είχε μονομαχήσει τρεις φορές για χάρη της. Ήταν μαζί Ραούλ, Ερνάνης και Ντον Αλβάρο... Δεν θα μπορέσω ποτέ να βγάλω την εικόνα της απ'την καρδιά μου... Δεν ήξερε ακόμη ποιές συμφωνίες είχε κλείσει εκείνος με τον πατέρα του τον τοκογλύφο για να την πάρει από τους αξιωματικούς και τι άλλες συμφωνίες είχε κάνει με τον εαυτό του όχι μόνο για να αποζημιωθεί από τη θυσία που του κόστιζε ένα πείσμα αλλά και για να ανυψωθεί στα μάτια των συγχωριανών του που ήξεραν πολύ καλά τι όνομα είχε βγάλει η οικογένεια της γυναίκας του στο διπλανό χωριό. Την φυλάκισε στο πιο ψηλό σπίτι του χωριού, επάνω στον έρημο, ανεμοδαρμένο λόφο που έβλεπε στο αφρικάνικο πέλαγος. Όλα τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά με τζάμια και πατζούρια. Μόνο ένα μικρό παραθυράκι έβλεπε πέρα μακριά στην εξοχή και στη θάλασσα. Από το χωριό φαίνονταν μόνο οι στέγες των σπιτιών και τα καμπαναριά, κάτι κιτρινωπά τούβλα, άλλα πιο ψηλά κι άλλα πιο χαμηλά, που κατηφόριζαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Ρίκο Βέρρι παράγγειλε και του έφεραν από τη Γερμανία δυο ειδικές κλειδαριές διαφορετικές μεταξύ τους. Και δεν του έφτανε που κλείδωνε κάθε πρωί την πόρτα με δυο κλειδιά αλλά την πίεζε κιόλας με δύναμη με τα δυο του χέρια για να σιγουρευτεί ότι την είχε κλειδώσει καλά. Δεν βρήκε υπηρέτρια που θα δεχόταν να μείνει σε εκείνη τη φυλακή και έτσι καταδικάστηκε να κατεβαίνει ο ίδιος κάθε πρωί στην αγορά για τα ψώνια και καταδίκασε τη γυναίκα του να κάνει μέσα στην κουζίνα τις πιο ταπεινές αγγαρείες του νοικοκυριού. Όταν γύριζε σπίτι δεν επέτρεπε ούτε στον χαμάλη που του κουβαλούσε τα ψώνια να ανέβει επάνω. Κουβαλούσε μόνος του όλα τα πακέτα και τα ψώνια. Έκλεινε με την πλάτη του την πόρτα και μόλις ξαλάφρωνε από το φορτίο, έτρεχε να ελέγξει όλα τα πατζούρια, που έτσι και αλλοιώς ήταν ασφαλισμένα με λουκέτα που τα κλειδιά τους, κρατούσε εκείνος μόνο. Είχε φουντώσει μέσα του, αμέσως μετά το γάμο, μια ζήλεια όμοια με του πατέρα του και μάλιστα πολύ πιο άγρια, εξουθενωμένη καθώς ήταν από τις αδιάκοπες τύψεις και από τη βεβαιότητα ότι δεν θα μπορούσε ξανά να κοιτάξει τον εαυτό του καταπρόσωπο όσες σανίδες και να έβαζε στην πόρτα και στα παράθυρα. Για την ζήλεια του δεν υπήρχε γιατρειά, ζήλευε το παρελθόν. Η προδοσία βρισκόταν μέσα στην ίδια τη γυναίκα του, ζωντανή, αιώνια,άφθαρτη. Στις αναμνήσεις της, στα μάτια της που είχαν δει, τα χείλη της που είχαν φιλήσει. Ούτε κι η ίδια δεν μπορούσε να την αρνηθεί. Εκείνη δεν μπορούσε παρά να κλαίει και να φοβάται όποτε τον έβλεπε έτσι τρομερό, παραμορφωμένο από το θυμό για κάποια από εκείνες τις αναμνήσεις που του είχαν κινήσει πάλι απαίσιες υποψίες. -Έτσι, ε; της ούρλιαζε κατά πρόσωπο, έτσι σε έσφιγγε...και τα χέρια σου έτσι; τη μέση...πώς σου την έσφιγγε...έτσι; έτσι; και το στόμα; πώς σου το φίλαγε; έτσι; Και την φίλαγε, την δάγκωνε, της τράβαγε τα μαλλιά, τα καϋμένα τα μαλλιά της που δεν τα χτένιζε πια, που δεν ήθελε να τα χτενίζει όπως δεν ήθελε και να κρατιέται πια στητή, ούτε και να φροντίζει καθόλου τον εαυτό της. Η γέννηση της πρώτης κόρης δεν χρησίμευσε σε τίποτα, ούτε και της δεύτερης αργότερα...Ίσα-ίσα που έτσι μεγάλωσε το μαρτύριό της πολύ περισσότερο, όσο με τα χρόνια τα δυο φτωχά πλασματάκια άρχισαν σιγά-σιγά να καταλαβαίνουν. Παρακολουθούσαν τρομαγμένα εκείνα τα ξαφνικά ξεσπάσματα τρέλας, τις άγριες σκηνές και τα προσωπάκια τους άσπριζαν και τα μάτια τους άνοιγαν διάπλατα. Αχ εκείνα τα μάτια πάνω στα χλωμά τους προσωπάκια. Ήταν λες και τα έτρεφε μόνο ο φόβος που τα κρατούσε πάντα φυλακισμένα. Αδύναμες, χλωμές, βουβές, πήγαιναν πάντα πίσω από τη μαμά τους μέσα στο σκοτάδια της φυλακής τους, ανυπομονώντας πότε θα φύγει εκείνος από το σπίτι για να καθήσουν μαζί της μπροστά στο μοναδικό ανοιχτό παραθυράκι για να ρουφήξουν λίγο αέρα, να κοιτάξουν μακριά τη θάλασσα και να μετρήσουν, όταν η μέρα ήταν καλή, τα πανιά των ψαράδικων. Για να κοιτάξουν την εξοχή και να μετρήσουν και εδώ τα άσπρα σπιτάκια σκορπισμένα μέσα στο πράσινο του αμπελιού, της αμυγδαλιάς και της ελιάς. Δεν είχαν βγει ποτέ από το σπίτι κι όμως θα ήθελαν τόσο πολύ να βρεθούν εκεί μέσα στο πράσινο. Ρώταγαν τη μαμά τους αν εκείνη τουλάχιστον είχε πάει ποτέ στην εξοχή, ήθελαν να μάθουν πώς ήταν. Όταν τις άκουγε να μιλάνε έτσι, δεν μπορούσε να κρατηθεί να μη βάλει τα κλάμματα και έκλαιγε σιπωηλά, δαγκώνοντας τα χείλη και χαϊδεύοντας τα κεφαλάκια τους μέχρι που ο καϋμός της έφερνε πόνο, έναν πόνο αβάσταχτο που για να της περάσει θά'θελε να χοροπηδήσει σαν τρελή. Αλλά δεν μπορούσε. Η καρδιά η καρδιά της χτυπούσε ορμητικά σαν άλογο που ξεχύνεται και καλπάζει. Αν η καρδιά, η καρδιά δεν τη βαστούσε πια, ίσως γιατί είχε τόσο πολύ παχύνει, είχε γεμίσει νεκρή σάρκα που τη βάραινε, σάρκα χωρίς αίμα. Υπήρχε, μέσα στ'άλλα και μια τεράστια ειρωνεία στην ζήλεια εκείνου του ανθρώπου για μια γυναίκα που από πίσω οι πλάτες της σχεδόν ξεχείλιζαν, δεν τις συγκρατούσε πια ο κορμός της και από μπροστά η κοιλιά της είχε ανέβει φοβερά λες και συγκρατούσε το πεσμένο της στήθος. Ζήλεια για μια γυναίκα που τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι με αργά κουρασμένα βήματα και βαριανάσαινε, αχτένιστη, αποχαυνωμένη από τον πόνο, μια γυναίκα που είχε καταντήσει άψυχο πράγμα. Αλλά εκείνος την έβλεπε πάντα όπως ήταν χρόνια πριν, όταν την φώναζε Μομμίνα ή και Μουμμί κι αμέσως μόλις πρόφερε το όνομά της του ερχόταν να σφίξει τα άσπρα, δροσερά, διαφανή της μπράτσα που φαίνονταν κάτω από τη δαντέλα του μαύρου της πουκαμίσου, να τη σφίξει κρυφά, δυνατά, με όλη την ορμή της επιθυμίας, μέχρι που να την κάνει να βγάλει μια μικρή κραυγή. Στο δημαρχείο έπαιζε η μπάντα του συντάγματος και το γλυκό κι έντονο άρωμα του γιασεμιού και της πορτοκαλιάς ερχόταν μεθυστικό μέσα στο ζεστό βραδινό αεράκι. Τώρα την φώναζε Μόμμα ή καμμιά φορά όταν ήθελε να την ταράξει με τη φωνή του, Μο! Ευτυχώς εδώ και λίγο καιρό δεν καθόταν και πολύ μέσα στο σπίτι, έβγαινε τώρα και τα βράδια και δεν γύριζε ποτέ πριν από τα μεσάνυχτα. Δεν την ένοιαζε καθόλου πού πήγαινε. Η απουσία του ήταν η μεγαλύτερη ανακούφιση που μπορούσε να ελπίζει. Κάθε βράδυ, αφού έβαζε στο κρεββάτι τις κόρες της, καθόταν και τον περίμενε μπροστά στο παραθυράκι. Κοίταζε τα αστέρια, τα μάτια της έβλεπαν κάτω όλο το χωριό. Τι παράξενη θέα, μέσα στο φέγγος από τα φώτα των δρόμων, των ίσιων, των σύντομων, των μακρινών, των φιδίσιων, των επικλινών δρόμων. Κι εκείνες οι στέγες των σπιτιών, σαν μαύροι κύβοι ξάνοιγαν μέσα στο φως. Καθόταν και άκουγε μέσα στη βαθιά σιωπή ήχους από βήματα σε κάποιο κοντινό δρομάκι, τη φωνή μιας γυναίκας που ίσως περίμενε όπως κι εκείνη. Άκουγε το γαύγισμα ενός σκύλου και ύστερα με αγωνία την ώρα. Γιατί να μετράει τον χρόνο εκείνο το ρολόι; Σε ποιόν έλεγε την ώρα; Όλα ήτανε μάταια, νεκρά. Ένα από αυτά τα βράδια, αργά, άφησε το παραθυράκι της και είδε τσαλακωμένο απάνω σε μια καρέκλα του δωματίου τους, το κοστούμι που φορούσε συνήθως ο άντρας της (εκείνο το βράδυ είχε βγει πιο νωρίς απ'ότι συνήθως και φόρεσε ένα άλλο που τό'χε για πιο επίσημες περιστάσεις). Σκέφτηκε λοιπόν να ψάξει τις τσέπες του σακακιού προτού κρεμάσει το κοστούμι στη ντουλάπα. Βρήκε ένα φέιγ-βολάν από'κείνα που σκόρπιζαν τα θέατρα στους δρόμους και στα ζαχαροπλαστεία. Ήταν μια ανακοίνωση για εκείνο το βράδυ. Στο θέατρο του χωριού, παιζόταν για πρώτη φορά η "Δύναμη του Πεπρωμένου". Δεν κατάλαβε για πότε είδε το φέιγ-βολάν, για πότε διάβασε τον τίτλο της όπερας, για πότε ξέσπασε σε κλάμματα. Το αίμα αναπήδησε μέσα της, φέρνοντας στα μάτια της το θέατρο του χωριού της, την εικόνα των παλιών τους γλεντιών, την ανέμελη χαρά της νιότης της με τις αδελφές της. Οι δυο κόρες της ξύπνησαν ξαφνιασμένες και έτρεξαν με τα νυχτικά τους έντρομες. Νόμισαν ότι είχε γυρίσει ο πατέρας τους. Όταν είδαν τη μαμά τους μόνη να κλαίει με το κίτρινο χαρτάκι στα γόνατά της, έμειναν άφωνες. Εκείνη στην αρχή δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και τους κουνούσε το φέιγ-βολάν, έπειτα πνίγοντας τα δάκρυα και παραμορφώνοντας τρομακτικά το κλαμμένο της πρόσωπο προσπαθώντας να χαμογελάσει, άρχισε να λέει ανάμεσα σε λυγμούς και σε παράξενα ξεσπάσματα γέλιου: -Το θέατρο...το θέατρο...νάτο το θέατρο..."Η δύναμη του πεπρωμένου". Αχ, εσείς μικρούλες μου, κακόμοιρες ψυχούλες μου, δεν ξέρετε. Θα σας το πω εγώ, θα σας το πω εγώ, ελάτε, γυρίστε στα κρεββατάκια σας να μην κρυώσετε. Τώρα θα σας παίξω εγώ, ναι, ναι, θα σας παίξω θέατρο εγώ. Ελάτε! Και αφού ξανάβαλε τις κόρες της στο κρεββάτι, ξαναμμένη και ταραγμένη όπως ήταν ακόμα από το κλάμμα, άρχισε να τους τα περιγράφει όλα μαζί, το θέατρο, τα έργα που παιζόντουσαν, τη σκηνή, την ορχήστρα, τις υποθέσεις των έργων, μετά τις λεπτομέρειες, τους πρωταγωνιστές, πώς ήταν ντυμένοι, και στο τέλος ενώ οι μικρές την κοίταζαν έκθαμβες, καθισμένες στο κρεββάτι με ορθάνοιχτα μάτια, νομίζοντας πως τρελάθηκε, εκείνη άρχισε να τραγουδάει με περίεργες χειρονομίες, διάφορες άριες, ντουέτα, χορωδιακά και κάνοντας όλους τους ρόλους, όλη την "Δύναμη του πεπρωμένου" μέχρι που αποκαμωμένη, με ένα πρόσωπο κόκκινο από την προσπάθεια, έφτασε στην τελευταία άρια της Λεονώρας, "Ειρήνη, ειρήνη, Θεέ μου". Άρχισε να την τραγουδάει με τόσο πάθος που μετά τους στίχους Όπως την πρώτη μέρα ακόμα κρατά χρόνια τώρα ο βαθύς μου ο πόνος δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ξέσπασε ξανά σε κλάμματα. Αλλά συνήλθε αμέσως. Σηκώθηκε, έβαλε τις έκπληκτες κόρες της να ξαπλώσουν πάλι στα κρεββατάκια τους και αφού τις φίλησε και τις σκέπασε, τους υποσχέθηκε πως την επομένη μόλις θα έφευγε ο πατέρας τους από το σπίτι, θα τους τραγουδούσε μια άλλη όπερα, πιο ωραία, τους "Ουγενότους" και έπειτα μιαν άλλη, από μια κάθε μέρα! Έτσι οι αγαπημένες της μικρούλες θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί της λίγη από την αλλοτινή της ζωή. Όταν γύρισε από το θέατρο ο Ρίκο Βέρρι πρόσεξε αμέσως ένα συνήθιστο φούντωμα στο πρόσωπο της γυναίκας του. Εκείνη φοβόταν πως ο άντρας της θα την άγγιζε και πως θα ένοιωθε το φοβερό τρέμουλο που την δονούσε ακόμα. Το επόμενο πρωί όταν εκείνος πρόσεξε και στα μάτια των κοριτσιών κάτι ασυνήθιστο, μπήκε σε υποψίες. Δεν είπε τίποτα αλλά αποφάσισε να γυρίσει κάποια στιγμή στο σπίτι στα ξαφνικά για να ανακαλύψει αν υπήρχε καμμιά μυστική συμφωνία. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν το επόμενο βράδυ όταν βρήκε τη γυναίκα του αναστατωμένη, τρομερά κουρασμένη, με μάτια φλογισμένα και αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, αδύναμη να σταθεί στα πόδια της και τις κόρες του το ίδιο αναστατωμένες. Τους είχε τραγουδήσει από την αρχή μέχρι το τέλος όλους τους Ουγενότους, όλους και όχι μόνο τους είχε τραγουδήσει αλλά τους είχε παραστήσει κιόλας κάνοντας μαζί δυο ή και τρεις ρόλους. Στ'αυτιά των κοριτσιών ηχούσε ακόμα η άρια του Μαρτσέλλο: Πιφ παφ πιφ φεύγει διαλυμένη η μαύρη συμμορία και το ρεφραίν του χορωδιακού που είχαν μάθει να το τραγουδάνε μαζί με τη μαμά τους: Στο ωραίο δασάκι Στις πράσινες οξυές Τρέξτε ώ νιάτα Γλυκιές ομορφιές Ο Ρίκο Βέρρι ήξερε ότι εδώ και καιρό η γυναίκα του υπέφερε από την καρδιά της και έκανε πως πιστεύει ότι κι αυτό ήταν ξέσπασμα της αρρώστιας της. Την επομένη γύρισε δυο ώρες πιο νωρίς απ'ότι συνήθως και ενώ έβαζε τα δυο γερμανικά κλειδιά στις κλειδαρότρυπες, του φάνηκε πως άκουσε παράξενες φωνές μέσα στο σπίτι. Τέντωσε το αυτί του. Κοίταξε υποψιασμένος τα αμπαρωμένα παράθυρα...Ποιός τραγουδούσε μέσα στο σπίτι του "οίκτο στον άντρα που φεύγει..."; Η γυναίκα του; Τον "Τροβατόρε"; Πληρώνω με το αίμα μου Την αγάπη που σού'δωσα Μην ξεχνάς, μη με ξεχνάς Λεονώρα, αντίο Έτρεξε στο σπίτι, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Στο δωμάτιό τους, πίσω από την κουρτίνα του κρεββατιού βρήκε το τεράστιο σώμα της γυναίκας του ριγμένο στο πάτωμα με ένα ξεφτισμένο καπέλο με φτερό στο κεφάλι και με μουστάκια από καμμένο φελλό πάνω από τα χείλη. Οι δυο τους κόρες, καθισμένες στις καρέκλες δίπλα της, ακίνητες, με τα χέρια στα γόνατα, το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα, περίμεναν τη μαμά να συνεχίσει την παράσταση. Ο Ρίκο Βέρρι με μια κραυγή θυμού ρίχτηκε επάνω στο πεσμένο σώμα της γυναίκας του και το κούνησε με το πόδι του. Ήταν νεκρή. (Από τα Διηγήματα για ένα χρόνο. Πρώτη δημοσίευση στην Corrieredella sera, 6 Νοεμβρίου 1910). [Από πρόγραμμα της παράστασης που δόθηκε στην Ίριδα στις 11-17/5/1987 με το έργο "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε". Μτφ.Λητώ Σεϊζάνη] ΣτΜ.Λεονώρα λέγεται η ηρωίδα σε δύο όπερες του Βέρντι, που αναφέρονται στο διήγημα: στην "Δύναμη του πεπρωμένου" και στον "Τροβατόρε".
Το τραίνο σφύριξε Luigi Pirandello Από τα Διηγήματα για έναν χρόνο
Παραληρούσε. Αποτέλεσμα εγκεφαλικού πυρετού, είχαν πει οι γιατροί. Και το επαναλάμβαναν όλοι οι συνάδελφοι απ'το γραφείο που επέστρεφαν δυο-δυο, τρεις-τρεις, από το νοσοκομείο όπου είχαν πάει να τον επισκεφτούν. Ήταν κάπως σαν να απολάμβαναν να το ανακοινώνουν με επιστημονικούς όρους που είχαν μόλις μάθει από τους γιατρούς, σε κάποιον συνάδελφο που είχε αργήσει και τον συναντούσαν στον δρόμο: Φρενίτις, φρενίτις. Εγκεφαλίτις. Φλεγμονή της μεμβράνης. Εγκεφαλικός πυρετός. Ήθελαν να δείχνουν θλιμένοι, αλλά κατά βάθος ήταν ευχαριστημένοι που είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Υγιέστατοι οι ίδιοι, έβγαιναν από το στενάχωρο νοσοκομείο στο χαρούμενο γαλάζιο χρώμα του χειμωνιάτικου πρωινού. Θα πεθάνει; Θα τρελαθεί; Ποιός ξέρει! Να πεθάνει, μάλλον όχι...Μα τι λέτε; Τι λέτε; Πάντα τα ίδια. Παραληρεί...Τον καϋμένο τον Μπελλούκα! Δεν περνούσε από κανενός το μυαλό, δεδομένων των ειδικών συνθηκών στις οποίες αυτός ο δυστυχής ζούσε εδώ και τόσα χρόνια, ότι η περίπτωσή του μπορούσε να είναι απολύτως φυσιολογική. Και ότι αυτά που έλεγε ο Μπελλούκα και φαίνονταν σαν παραλήρημα σε όλους, σαν σύμπτωμα φρενίτιδος, ότι μπορούσαν να είναι η πιο απλή εξήγηση της δικής του απολύτως φυσιολογικής περίπτωσης. Πράγματι, το γεγονός ότι ο Μπελλούκα, το προηγούμενο βράδυ, είχε υπερηφάνως εξεγερθεί κατά του προϊσταμένου του, και όταν εκείνος τον επέπληξε για την συμπεριφορά του, λίγο έλειψε να του χιμήξει, αυτό και μόνο αποτελούσε σοβαρό επιχείρημα ώστε να υποθέσει κανείς ότι επρόκειτο για πραγματική ψυχική νόσο. Διότι δεν γινόταν να φανταστεί κανείς άνθρωπο πιο πράο και πιο υπομονητικό από τον Μπελλούκα. Κλειστός χαρακτήρας...ναι, ποιός τον είχε αποκαλέσει έτσι; Κάποιος από τους συναδέλφους στο γραφείο. Κλειστός ήταν ο καϋμένος ο Μπελλούκα, περιχαρακωμένος μέσα στα στενότατα όρια της στεγνής δουλειάς του λογιστή, χωρίς νά'χει τίποτα άλλο να θυμάται εκτός από ποσά χρεωστούμενα, από ποσά εξοφλημένα, έσοδα, έξοδα, από αφαιρέσεις, προσθέσεις, επιστροφές, ισολογισμούς. Από καρτέλες, βιβλία, φακέλους, αντίγραφα και ούτω καθ'εξής. Ένα κινητό αρχείο ή μάλλον ένας γέρικος γάϊδαρος που έσερνε ήσυχα, με το ίδιο βήμα, πάντοτε στον ίδιο δρόμο, το κάρρο, φορώντας παρωπίδες. Με λίγα λόγια, εκατό φορές τον είχαν μαστιγώσει αυτόν τον γέρο γάϊδαρο, τον είχαν δείρει χωρίς έλεος, έτσι μόνο για να γελάσουν, για να δουν αν μπορούσαν να τον εκνευρίσουν λιγάκι, να τον κάνουν τουλάχιστον να κουνήσει τα δαρμένα του αυτιά, ή ίσως να δείξει πως είχε την πρόθεση να σηκώσει το πόδι του και να τραβήξει καμμιά κλωτσιά. Τίποτα απολύτως! Δεχόταν τις άδικες καμτσικιές και τις βίαιες τσιμπιές απόλυτα γαλήνιος, πάντα, χωρίς ούτε κάν να βαριανασαίνει, λες και τον άγγιζαν απλώς ή ούτε κάν, λες και δεν τις ένοιωθε έτσι όπως είχε συνηθίσει χρόνια και χρόνια στα συνεχή βαρύτατα χτυπήματα από το καμτσίκι της μοίρας. Ήταν λοιπόν αδιανόητη πραγματικά μια εξέγερση εκ μέρους του, μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως ξαφνική εκδήλωση ψυχικής ασθένειας.
Για να μην πούμε δηλαδή ότι το προηγούμενο βράδυ, του άξιζε πραγματικά η επίπληξη. Είχε όντως δικαίωμα να την κάνει ο προϊστάμενός του. Από το πρωί είχε εμφανιστεί με ύφος καινούριο, ασυνήθιστο. Κάτι που ήταν σημαντικό, που θα μπορούσε να συγκριθεί, τι να πω, με φούρνο που γκρεμίστηκε, καθώς είχε έρθει με μισή ώρα καθυστέρηση. Το πρόσωπό του έμοιαζε νά'χει γίνει πιο μεγάλο, σαν νά'χαν φύγει ξαφνικά οι παρωπίδες, και του είχε αποκαλυφθεί αιφνιδιαστικά γύρω του όλο το θέαμα της ζωής. Λες και για πρώτη φορά είχαν ανοίξει τα αυτιά του και άκουγαν φωνές και ήχους που ώς τότε δεν τους γνώριζε. Έτσι χαρούμενος, με μια ιλαρότητα γεμάτη απορία, εμφανίστηκε στο γραφείο. Και όλη τη μέρα δεν δούλεψε καθόλου. Το βράδυ ο προϊστάμενος, μπαίνοντας στο γραφείο του, εξέτασε τα αρχεία και τις καρτέλες. Πώς έτσι; Τι έκανες σήμερα όλη μέρα; Ο Μπελλούκα τον είχε κοιτάξει χαμογελώντας, με ένα ύφος σχεδόν προκλητικό και είχε τεντώσει τα χέρια. Τι σημαίνει αυτό; φώναξε τότε ο προϊστάμενος πλησιάζοντάς τον, αρπάζοντάς τον από τον ώμο και τραντάζοντάς τον. Ε, Μπελλούκα; Τίποτα, είχε απαντήσει ο Μπελλούκα, πάντα με το ίδιο χαμόγελο στα χείλη, με κάτι μεταξύ αναίδειας και ανοησίας. Το τραίνο κύριε Καβαλιέρε. Το τραίνο; Ποιό τραίνο; Σφύριξε. Μα τι στο διάβολο μου λες; Τη νύχτα κύριε Καβαλιέρε. Σφύριξε. Το άκουσα να σφυρίζει. Το τραίνο; Μάλιστα κύριε. Ακούγοντας τις φωνές του εξαγριωμένου προϊσταμένου, οι άλλοι υπάλληλοι είχαν έρθει στο γραφείο και ακούγοντας τον Μπελλούκα να λέει όλ'αυτά, γελούσαν σαν τρελοί. Τότε ο προϊστάμενος, του οποίου η κακή διάθεση πρέπει να οξύνθηκε από αυτά τα γέλια, εξοργίστηκε τόσο που σφυροκόπησε το ήρεμο θύμα με διάφορα άσχημα αστεία. Όμως αυτή τη φορά, το θύμα προς κατάπληξη και σχεδόν τρόμο όλων, εξεγέρθηκε, φάνηκε επιθετικό, φωνάζοντας πάντα τις ίδιες ανοησίες για το τραίνο που είχε σφυρίξει, και, μα τον Θεό, τώρα πια όχι, τώρα που είχε ακούσει το τραίνο να σφυρίζει, δεν γινόταν πλέον, δεν ήθελε να τον μεταχειρίζονται άλλο κατ'αυτόν τον τρόπο. Τον πήραν δια της βίας, τον έδεσαν και τον έσυραν ώς το φρενοκομείο. Εξακολουθούσε κι εκεί να μιλάει γι'αυτό το τραίνο. Μιμείτο το σφύριγμά του. Ήταν ένα σφύριγμα κάπως παραπονεμένο, μακρινό, μέσα στη νύχτα, πικραμένο. Και αμέσως μετά πρόσθετε: Ξεκινάμε, ξεκινάμε...Κύριοι για πού; Για πού; Και τους κοιτούσε όλους με κάτι μάτια που δεν ήταν πλέον δικά του. Αυτά τα μάτια, συνήθως θαμπά, χωρίς λάμψη, σκοτεινά, τώρα γελούσαν λαμπερά, σαν τα μάτια ενός παιδιού ή ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Κι από το στόμα του έβγαιναν ακατάληπτες φράσεις. Πράγματα ανήκουστα, ποιητικές εκφράσεις, γεμάτες φαντασία, πληθωρικές, που προκαλούσαν κατάπληξη καθώς ήταν αδύνατον να εξηγήσει κανείς χάρη σε ποιό θαύμα έβγαιναν από το στόμα αυτού του ανθρώπου που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ασχοληθεί με τίποτε άλλο εκτός από νούμερα, αρχεία, λίστες, ενός ανθρώπου που είχε μείνει σαν τυφλός και κουφός απέναντι στην ζωή, σαν μια συσκευή λογιστικών πράξεων. Τώρα μιλούσε για γαλανά μέτωπα πάνω σε χιονισμένα όρη που έφταναν ώς τον ουρανό. Μιλούσε για γλοιώδη και ογκώδη κήτη που στα βάθη των θαλασσών έφτιαχναν σημεία στίξεως με την ουρά τους. Πράγματα, επαναλαμβάνω, ανήκουστα. Όποιος ήρθε να μου τα προλάβει, μαζί με την είδηση της ξαφνικής ψυχικής ασθένειας, έμεινε δυσαρεστημένος, μην βλέποντας στο πρόσωπό μου απορία ή έστω μια ελαφριά έκπληξη. Πράγματι εγώ δέχτηκα την είδηση σιωπηλά. Και η σιωπή μου ήταν γεμάτη πόνο. Κούνησα το κεφάλι, με τις άκρες των χειλιών μου πικρά στραμμένες προς τα κάτω, και είπα: Κύριοι, ο Μπελλούκα δεν τρελάθηκε. Να είστε σίγουροι ότι δεν τρελάθηκε. Κάτι πρέπει να του συνέβη, αλλά κάτι απολύτως φυσιολογικό. Κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει, γιατί κανείς δεν ξέρει πώς έζησε αυτός ο άνθρωπος μέχρι τώρα. Εγώ το ξέρω και είμαι σίγουρος ότι θα το εξηγήσω με την λογική μόλις τον δω και μιλήσω μαζί του. Καθ'οδόν προς το φρενοκομείο όπου νοσηλευόταν ο κακομοίρης, άρχισα να σκέφτομαι: "Για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει όπως ζούσε μέχρι τώρα ο Μπελλούκα, δηλαδή μια ζωή των αδυνάτων αδύνατη, ακόμα και το πιο εμφανές πράγμα, το πιο συνηθισμένο γεγονός, το παραμικρό ασήμαντο, απρόοπτο εμπόδιο, ας πούμε ένα χαλίκι στην πορεία του, μπορεί να έχει έναν φοβερό αντίκτυπο, κάτι που δεν θα μπορεί κανείς να εξηγήσει, αν δεν σκεφτεί ότι η ζωή αυτού του ανθρώπου υπήρξε των αδυνάτων αδύνατη. Πρέπει να οδηγήσουμε την ερμηνεία προς τα εκεί, να την ξανασυνδέσουμε με εκείνες τις συνθήκες της αδύνατης αυτής ζωής ώστε να φανεί απλούστατη και ξεκάθαρη. Όποιος βλέπει μόνο μια ουρά, χωρίς να φαντάζεται το τέρας στο οποίο ανήκει, μπορεί να την θεωρήσει από μόνη της τερατώδη. Χρειάζεται, όμως, να την επανασυνδέσει με το τέρας και τότε δεν θα του φαίνεται πια έτσι, αλλά όπως πρέπει να είναι όταν ανήκει σ'εκείνο το τέρας. Μια απολύτως φυσιολογική ουρά." Δεν είχα δει ποτέ μου άνθρωπο να ζει έτσι όπως ζούσε ο Μπελλούκα. Ήμουν γείτονάς του και όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι οι ένοικοι του κτιρίου αναρωτιούνταν όπως κι εγώ πώς γινόταν ν'αντιστέκεται αυτός ο άνθρωπος σε τέτοιες συνθήκες ζωής. Έμενε μαζί με τρεις τυφλές, την γυναίκα του, την πεθερά του και την αδελφή της πεθεράς του. Οι δυο τελευταίες, πολύ γριές, είχαν τυφλωθεί από καταρράκτη. Η τρίτη, η γυναίκα του, χωρίς καταρράκτη, κανονική τυφλή, με βλέφαρα κλειστά. Και οι τρεις είχαν ανάγκη από φροντίδα. Φώναζαν απ'το πρωί ώς το βράδυ γιατί δεν τις φρόντιζε κανείς. Οι δυο κόρες ήταν χήρες, τις είχαν φέρει στο σπίτι μετά τον θάνατο των συζύγων τους, η μία είχε τέσσερα, η άλλη τρία παιδιά, οπότε δεν είχαν ποτέ χρόνο ούτε όρεξη να τις περιποιηθούν. Αν τυχόν το έκαναν, φρόντιζαν μόνο τη μητέρα τους. Με τον πενιχρό μισθό του λογιστάκου γινόταν να ταϊζει ο Μπελλούκα όλα αυτά τα στόματα; Είχε βρει και άλλη δουλειά για το βράδυ στο σπίτι: αντέγραφε καρτέλες. Και τις αντέγραφε μέσα στο πανδαιμόνιο των κραυγών από πέντε γυναίκες και επτά παιδιά που όλοι τους, και οι δώδεκα, δεν έβρισκαν χώρο να κοιμηθούν στα τρία μοναδικά κρεββάτια του σπιτιού. Τα κρεββάτια ήταν φαρδιά, διπλά μεν αλλά μόνο τρία. Καυγάδες, οργή, κυνηγητό, αναποδογυρισμένα έπιπλα, σπασμένα πιατικά, κλάμματα, ουρλιαχτά, πτώσεις, καθώς μέσα στο σκοτάδι κάποιο από τα παιδιά ξέφευγε και πήγαινε να κρυφτεί ανάμεσα στις τρεις τυφλές γριές που κοιμούνταν σε ένα κρεββάτι χωριστά και που κάθε βράδυ μάλωναν κι αυτές μεταξύ τους γιατί καμμιά τους δεν ήθελε να κοιμηθεί στη μέση και επαναστατούσε κάθε φορά που ερχόταν η σειρά της. Στο τέλος έπεφτε σιωπή και ο Μπελλούκα συνέχιζε ν'αντιγράφει μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, μέχρι να του πέσει η πέννα από το χέρι και τα μάτια του να βαρύνουν και να κλείσουν. Τότε πήγαινε και ξάπλωνε, συνήθως με τα ρούχα, σ'ένα ξεχαρβαλωμένο ντιβανάκι, και βυθιζόταν αμέσως σε ύπνο βαθύ, από τον οποίο κάθε πρωί σηκωνόταν με το ζόρι, πιο αποβλακωμένος παρά ποτέ. Ε λοιπόν κύριοι, στον Μπελλούκα υπό αυτές τις συνθήκες, συνέβη κάτι απολύτως φυσιολογικό. Όταν πήγα να τον βρω στο φρενοκομείο, μου τα διηγήθηκε ο ίδιος με το νι και με το σίγμα. Ναι, ήταν ακόμα λίγο αναστατωμένος, αλλά απολύτως φυσιολογικά μετά απ'αυτό που του είχε συμβεί. Κορόϊδευε τους γιατρούς, τους νοσοκόμους και όλους τους συναδέλφους του που πίστευαν ότι είχε τρελαθεί. Μακάρι, έλεγε, μακάρι νά'ταν έτσι! Κύριοι, ο Μπελλούκα είχε ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια, πραγματικά είχε ξεχάσει ότι υπήρχε ο έξω κόσμος. Απορροφημένος από το διαρκές βασανιστήριο της δυστυχισμένης του ύπαρξης, απορροφημένος όλη μέρα από τους λογαριασμούς στο γραφείο του, χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα ούτε στιγμή, σαν αλυσοδεμένο ζώο, ζεμένο σε ένα αλέτρι ή σ'έναν μύλο, μάλιστα κύριοι, είχε ξεχάσει εδώ και χρόνια πραγματικά ότι υπήρχε ο έξω κόσμος. Πριν από δυο βράδια, καθώς πλάγιασε εξουθενωμένος σ'εκείνο το παλιοντίβανο, ίσως λόγω της υπερβολικής κούρασης, δεν κατάφερε, πράγμα ασυνήθιστο, να αποικοιμηθεί αμέσως. Και ξαφνικά, μες στην βαθιά σιγή της νύχτας, είχε ακούσει από μακριά το σφύριγμα ενός τραίνου. Του φάνηκε ότι τα αυτιά του μετά από τόσα χρόνια, ποιός ξέρει πώς, είχαν ξεβουλώσει αιφνιδίως. Το σφύριγμα εκείνου του τραίνου του είχε ανοίξει την καρδιά και απρόσμενα είχε πάρει μακριά την μιζέρια απ'όλες τις τρομερές του αγωνίες, και σαν να είχε βγει από τον τάφο, είχε βρεθεί να κινείται ελεύθερα, να ανασαίνει μέσα στο κενό, στον αέρα του κόσμου που ανοιγόταν τεράστιος ολόγυρά του. Κρατήθηκε από ένστικτο από τις κουβέρτες με τις οποίες σκεπαζόταν πρόχειρα κάθε βράδυ, και έτρεξε νοερά πίσω από εκείνο το τραίνο που απομακρυνόταν μέσα στη νύχτα. Υπήρχε, αχ ναι, υπήρχε πράγματι πέρα από εκείνο το απαίσιο σπίτι, πέρα από τα βάσανά του, υπήρχε ο κόσμος, πολύς, πάρα πολύς μακρινός κόσμος, και προς τα εκεί κατευθυνόταν το τραίνο...Φλωρεντία, Μπολόνια, Τορίνο, Βενετία...τόσες πόλεις που τις είχε επισκεφτεί όταν ήταν νέος και που σίγουρα ακόμα κι αυτή τη νύχτα έλαμπαν με τα φώτα τους πάνω στη γη. Ναι, ήξερε πώς ζούσαν εκεί! Τέτοια ζωή είχε κάνει κι εκείνος κάποτε σ'αυτά τα μέρη! Αυτή η ζωή συνεχιζόταν πάντα όσο εκείνος εδώ, σαν αλυσοδεμένο ζώο, γύριζε τις μυλόπετρες. Δεν το σκεφτόταν κάν! Ο κόσμος είχε κλείσει για' κείνον, στο βασανιστήριο του σπιτιού του, στην στεγνή, άχαρη κατάσταση που δημιουργούσε η δουλειά του λογιστή...Μα να που τώρα αυτή η ζωή, ξανάμπαινε, θαρρείς με βίαιη μετάγγιση, μέσα στο πνεύμα του. Η στιγμή που εκτοξεύθηκε γι'αυτόν μέσα στην φυλακή του, τον έκανε να διαπεράσει σαν ηλεκτρικό ρίγος ολόκληρο τον κόσμο, κι εκείνος με την φαντασία του ξαφνικά αφυπνισμένη μπορούσε να ακολουθεί το τραίνο σε πόλεις γνωστές και άγνωστες, σε πεδιάδες, βουνά, σε δάση και θάλασσες...Ήταν το ίδιο ρίγος, το ίδιο χτυποκάρδι από τα παλιά χρόνια. Όσο εκείνος εδώ ζούσε αυτή την "αδύνατη" ζωή, υπήρχαν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη γη που ζούσαν διαφορετικά. Την ίδια στιγμή που εκείνος υπέφερε, υπήρχαν μοναχικά χιονισμένα βουνά που ύψωναν τις γαλάζιες κορφές τους στον νυχτερινό ουρανό...ναι, ναι, τα έβλεπε, μπορούσε να τα δει, τα έβλεπε έτσι ακριβώς...υπήρχαν ωκεανοί...δάση...Κι έτσι λοιπόν εκείνος, τώρα που ο κόσμος είχε ξαναμπεί μέσα στο πνεύμα του, μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να παρηγορηθεί! Ναι, βγαίνοντας κάθε τόσο από το μαρτύριό του και παίρνοντας με την φαντασία του μια ανάσα στον κόσμο. Του ήταν αρκετό! Όπως ήταν φυσικό, την πρώτη μέρα είχε υπερβάλει. Είχε μεθύσει. Όλος ο κόσμος μέσα σε μια στιγμή, ήταν κάτι κατακλυσμιαίο. Σιγά σιγά θα ξανάβρισκε την ισορροπία του. Ήταν ακόμα σε κατάσταση μέθης από τον τόσο πολύ αέρα, το αισθανόταν. Μόλις συνερχόταν εντελώς θα πήγαινε να ζητήσει συγγνώμη από τον προϊστάμενό του και θα συνέχιζε όπως πάντα την λογιστική του εργασία. Μόνο που τώρα ο προϊστάμενος δεν έπρεπε να απαιτεί πάρα πολλά από εκείνον όπως στο παρελθόν. Θα έπρεπε να του επιτρέπει πού και πού, ανάμεσα στην μια καρτέλα και στην επόμενη, να κάνει μια μικρή επίσκεψη στην Σιβηρία...ή ίσως στα δάση του Κογκό. Μόνο για ένα λεπτό κύριε Καβαλιέρε μου. Τώρα που σφύριξε το τραίνο... Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό Νέο Πλανόδιον
|