Μια μέρα στο Όντενζε
Την άνοιξη του 2005 βρέθηκα στο Όντενζε, μια πολύ όμορφη πόλη της Δανίας. Ήταν η χρονιά που γιόρταζαν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και η πόλη, όντας γενέτειρά του, ήταν σημαιοστολισμένη. Αν και έβρεχε καταρρακτωδώς, έκανα τουρισμό και απόλαυσα τους καθαρούς πεζόδρομους και τα συμπαθητικά μαγαζιά. Πιο πολύ, όμως, χάρηκα με την επίσκεψη στο σπίτι του Άντερσεν που έχει μετατραπεί σε μουσείο, με την προσθήκη κάποιων γειτονικών κτηρίων. Μου έκανε εντύπωση πόσο χαμηλό ήταν εκείνο το αρχικό φτωχόσπιτο, στο οποίο εικάζουν ότι γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ένας από τους πιο μεγάλους λογοτέχνες του κόσμου. Μου έκανε επίσης εντύπωση μια αίθουσα του μουσείου που περιέχει εκδόσεις με μεταφράσεις των έργων του που έχουν γίνει σ’όλο τον κόσμο. (Φυσικά έψαξα και βρήκα την ελληνική).
Ο Άντερσεν ήταν γιος ενός παπουτσή που η φτώχεια τον οδήγησε να καταταγεί στο στρατό για να βρει καλύτερες συνθήκες ζωής, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του. Όταν γύρισε από τον στρατό κι από τους Ναπολεόντειους πολέμους, ο πατέρας του Άντερσεν είχε υποστεί τόσες κακουχίες που αρρώστησε βαριά και πέθανε. Η μητέρα του που ήταν πλύστρα, κατέληξε αλκοολική και στα δεκατέσσερά του χρόνια, οδηγημένος από μια ακατανίκητη επιθυμία να γίνει ηθοποιός, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν πήγε στην Κοπεγχάγη. Εκεί κατάφερε να γνωριστεί με την υψηλή κοινωνία, να σπουδάσει και τελικά να γίνει ένας διάσημος άνθρωπος των γραμμάτων.
Πάντα πίστευα ότι τα παραμύθια του δεν είναι για παιδιά, έτσι νοσηρά, καταθλιπτικά και απίστευτα σκληρά όπως είναι. Τώρα τελευταία έχω αρχίσει, όμως, ν’αναθεωρώ. Ο ίδιος σαν παιδί είχε έρθει αντιμέτωπος με ασύλληπτη φτώχια και πολλές κακουχίες. Τα όσα τράβηξε το Ασχημόπαπο, ο Μολυβένιος Στρατιώτης, το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, τα είχε γνωρίσει πρώτος ο Άντερσεν στην παιδική του ηλικία και ίσως σ’όλη την διάρκεια του βίου του λόγω του εγωκεντρικού και φιλόδοξου χαρακτήρα του που εξόργιζε τους συμπατριώτες του. Το άχαρο παρουσιαστικό του δεν τον βοηθούσε γενικότερα και δεν έκανε δική του οικογένεια.
Όμως το έργο του δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς και δεν υπάρχει παιδί που να μην έχει διαβάσει ένα παραμύθι του και να μην έχει έρθει μέσα απ’τις σελίδες του σ’επαφή με τη σκληρή πλευρά της ζωής.
Πρόσφατα, βρήκα στο ίντερνετ και συγκεκριμένα στο Project Gutenberg, μερικά παραμύθια του Άντερσεν σε μετάφραση Δημητρίου Βικέλα, σαν δώρο για τα ανήψια του. Στον πρόλογο γράφει:
«Επεθύμουν να σας έλεγά τι και περί του βίου του συγγραφέως: Πώς από πτωχόν και αγράμματον παιδί κατώρθωσε με κόπους και στερήσεις και επιμονήν, και με την βοήθειαν του Θεού, να γείνη ένας από τους πλέον ονομαστούς συγγραφείς της Δανίας, θα ήτο καλόν μάθημα διά σας να ιδήτε τι κάμνει η επιμονή και η επιμέλεια, και τι κρίμα είναι να μη ωφελήταιτις και να μη προοδεύη, όταν δεν του λείπωσι τα μέσα. Αλλά πού να σας τα λέγω τώρα; Φροντίσατε καμμίαν άλλην φοράν ν’ αναγνώσητε τηνβιογραφίαν του. Τώρα αναγνώσατε τα παραμύθιά του.»
Θυμάμαι τους τίτλους απ’αυτά τα παραμύθια και θά’θελα να ήμουν παιδί και να τα διάβαζα για πρώτη φορά. «Η μικρή γοργόνα», «Η Τοσοδούλα», «Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα», «Η πριγκήπισσα και το μπιζέλι» και τόσα άλλα.
Θυμάμαι επίσης το «Οδοιπορικό του στην Ελλάδα», ένα ωραίο βιβλίο με τις αναμνήσεις από το ταξίδι του στη χώρα μας, την οποία όπως όλοι οι Ευρωπαίοι εκείνου του καιρού ήθελε να επισκεφτεί για να δει τα αρχαία της. Ο Άντερσεν ήταν, εκτός των άλλων, και ακούραστος ταξιδιώτης σε μια εποχή που τα ταξίδια δεν ήταν τόσο εύκολα. Είχε γυρίσει πολλές φορές την Ευρώπη και είχε φτάσει ακόμα και μέχρι το Μαρόκο και την Τουρκία.
Το Όντενζε μπορεί λοιπόν να καυχηθεί για τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κατ’αρχήν. Στη συνέχεια μπορεί επίσης να καυχηθεί και για τον Καρλ Νίλσεν, έναν σημαντικό συνθέτη κλασικής μουσικής. Υπάρχει μουσείο και γι’αυτόν όπου οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν διάφορα αντικείμενα που ανήκαν στον ίδιο αλλά και στη γυναίκα του, την αξιόλογη γλύπτρια Αν Μαρί Καρλ-Νίλσεν.
Με όλ’αυτά το Όντενζε θα μου μείνει αξέχαστο.