Κυριακάτικο τραπέζι

Τα οικογενειακά τραπέζια της Κυριακής στο σπίτι της γιαγιάς μου είχαν εκτός από το απαραίτητο κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, και μήλα ψητά με καρύδια και κανέλλα αλλά το κομμάτι αυτό με άφηνε αδιάφορη, γιατί ήμουν ένα λιγόφαγο, ανόρεχτο παιδί. Η λαιμαργία μου εκδηλωνόταν μετά, στη θέα της παιδικής βιβλιοθήκης του πατέρα μου που είχε μείνει στο πατρικό του σπίτι. Εκεί ήθελα να τα καταβροχθίσω όλα. Όλα τα παλιά βιβλία της παιδικής σειράς του Ελευθερουδάκη με τα σκληρά εξώφυλλα. Εκεί καθόμουν κάτω στο χαλί μαζί με τα αδέλφια μου και διαλέγαμε ένα-δυο βιβλία να τα διαβάσουμε επί τόπου μέχρι αργά το απόγευμα. Από βιβλιοφάγους γονείς γίναμε, όπως ήταν επόμενο, κι εμείς βιβλιοφάγοι. Και τι απόλαυση ήταν εκείνη! Η γιαγιά μας έφερνε από ένα μπουκάλι αναψυκτικό Ήβη με καλαμάκι, πορτοκαλάδα κόκκινη (με ανθρακικό) στην αδελφή μου, μπλε στον αδελφό μου και μια «λεμονίτα» σε μένα και μας άφηνε ήσυχους να διαβάσουμε. Αλλά από βιβλία τι να πρωτοδιαλέξεις; Τις Τελευταίες Ημέρες της Πομπηίας, την Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά, τον Γκιούλιβερ, τον Μυγχάουζεν, τη Μάγια τη Μέλισσα, τις επιλογές από τον Σαίξπηρ προσαρμοσμένες για παιδιά ή τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα και της Ιουλίας Δραγούμη; Με ροπή προς τη χαρά και το γέλιο η αδελφή μου έπαιρνε τον «Τρελαντώνη», πιο δακρύβρεχτη εγώ προτιμούσα τον «Καιρό του Βουλγαροκτόνου» κι ο αδελφός μας σαν αγόρι που ήταν, διάλεγε μια από τις πολλές περιπέτειες του Ιουλίου Βερν που υπήρχαν κι αυτές στη βιβλιοθήκη.

Αν για την Πηνελόπη Δέλτα έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα και τα βιβλία της εξακολουθούν να διαβάζονται από τα παιδιά, η φίλη της Ιουλία Δραγούμη, καλή λογοτέχνις κι αυτή, έμεινε στην αφάνεια. Μόνο στο σπίτι μας εξακολουθούμε, μου φαίνεται, να τη μνημονεύουμε στο ίδιο βάθρο με την πιο διάσημη ομότεχνή της. Στην βιβλιοθήκη του σπιτιού της γιαγιάς εκπροσωπείτο με δυο βιβλία της, τη συλλογή διηγημάτων «Να τα πούμε;» και το παιδικό μυθιστόρημα «Όλοι μαζί». Το ομότιτλο διήγημα «Να τα πούμε;» περιγράφει τη σκληρή ζωή ενός ορφανού στην Αθήνα (κοντά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και την αξέχαστη γι’αυτό βραδιά της Παραμονής των Χριστουγέννων που βγαίνει να πει τα κάλαντα μαζί με άλλα φτωχά παιδάκια οπότε συμβαίνει ένα θαύμα. Πριν μερικά χρόνια αποπειράθηκα να το μετατρέψω σε σενάριο, το οποίο έστειλα σ’έναν σχετικό διαγωνισμό του ΕΚΕΒΙ. Κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του (νομίζω ότι δεν έλαβα ούτε ένα απρόσωπο «ευχαριστούμε αλλά απορρίπτεται») και το σενάριο έμεινε στα συρτάρια μου ή μάλλον στα αρχεία του υπολογιστή μου. Τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής είναι κι αυτά αρκετά καλά, άλλα αστεία κι άλλα διδακτικά, όμως κανένα δεν είναι τόσο δυνατό όσο το «Να τα πούμε;» που αν και δραματικό, καταφέρνει να μη γίνεται μελό αλλά να προκαλεί αληθινά δάκρυα συγκίνησης στον αναγνώστη. Το άλλο βιβλίο, το «Όλοι μαζί» αφηγείται τις περιπέτειες μιας παρέας παιδιών που περνούν τις διακοπές τους στον Πόρο. Εκεί, με πολύ χιούμορ αλλά και με τρόπο συγκινητικό, σκιαγραφούνται κάποιοι χαρακτήρες που μάλλον τους εμπνεύσθηκε η Δραγούμη από τον εαυτό της, την οικογένειά της και τους φίλους της.

Όταν φοιτήτρια πια, στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψα σ’ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Καμάρας την συνέχεια του «Όλοι μαζί» με τίτλο «Στο νησί τους», δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ. Έδωσα όλο το φοιτητικό μου χαρτζηλίκι (σε δραχμές) για να το αποκτήσω. Ήταν μιά απ’τις ελάχιστες επενδύσεις που έκανα στη ζωή μου και δεν τη μετάνοιωσα ούτε στιγμή.

Ποιά ήταν όμως η Ιουλία Δραγούμη που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1858 και μετακόμισε σε ηλικία 7 ετών μαζί με την οικογένειά της στο Λίβερπουλ της Αγγλίας; Ο πατέρας της Νικόλαος Πασπάτης καταγόταν από την Χίο και ήταν ένας απ’τους διευθυντές του εμπορικού οίκου Ράλλη. Υπό την επίβλεψη της μητέρας της που ήταν το γένος Σκυλίτση, η Ιουλία έλαβε εξαιρετική μόρφωση στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Η Ιουλία παντρεύτηκε τον Δημήτριο Δραγούμη της γνωστής οικογενείας. Για χάρη της Ιουλίας Δραγούμη χτίστηκε η περίφημη βίλλα «Γαλήνη» που δεσπόζει ακόμα και σήμερα σε περίοπτο σημείο του Πόρου και όποιος έχει σχέση με το νησί, την έχει θαυμάσει από μακριά ή από πιο κοντά. Εκεί, σ’αυτό το πανέμορφο σπίτι, έγραψε ο Σεφέρης την «Κίχλη». Η εγγονή της Ιουλίας Δραγούμη, Άλεξ Ζάννου, έχει γράψει εν συντομία την ιστορία της οικογενείας της, της «Γαλήνης» καθώς και άλλες αναμνήσεις, τις οποίες μπορείτε να βρείτε στο διαδίκτυο.

Εικάζω ότι στα αυτοβιογραφικά βιβλία της Ιουλίας Δραγούμη, η ίδια είναι η Χρυσή, η επίδοξη συγγραφέας, όπως ξέρουμε ότι η Πηνελόπη Δέλτα ήταν η Πουλουδιά στον «Τρελαντώνη». Να πώς περιγράφει, λοιπόν με τον χαρακτηριστικό της τρόπο, η Ιουλία Δραγούμη…τον εαυτό της στο «Όλοι μαζί»: «Η Χρυσή ετοιμάζονταν να γράψη ωραία βιβλία∙ αυτό όλοι το ήξεραν∙ και όλα τα παραμύθια και όλες οι ιστορίες που τους διηγούνταν, δικά της ήταν.

«Και θα πουλήσω τα βιβλία μου σε χιλιάδες αντίτυπα» είπε τώρα γρήγορα γρήγορα, όπως μιλούσε πάντα όταν ενδιαφέρονταν πολύ για κάτι, «και με τα χρήματα θ’αγοράσω ένα ωραίο καινούριο πιάνο για τον πατέρα, γιατί το δικό μας είναι πολύ παλιό!»

Τα βιβλία της Ιουλίας Δραγούμη δεν πουλήθηκαν σε χιλιάδες αντίτυπα, όπως φαίνεται, αν και ίσως ορισμένα γνώρισαν διάφορες ανατυπώσεις. Το βέβαιο είναι ότι κάποιοι λιγοστοί εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να τα διαβάζουν, κάποιοι που μεγάλωσαν μ’αυτά και θα συνεχίσουν να αναφέρουν την συγγραφέα στις διηγήσεις τους, σαν οικογενειακό μυστικό ή σαν απαραίτητη συνοδεία των παιδικών τους αναμνήσεων.