Τζουντ ο αφανής
Ο Άγιος Τζουντ των μάταιων αγώνων
της Λ. Σεϊζάνη για το βιβλίο "Τζουντ ο αφανής" του Τόμας Χάρντυ, που μετέφρασε η ίδια (Νεφέλη, 1997)
Ο "Τζουντ ο αφανής" του Τόμας Χάρντυ, βιβλίο που γράφτηκε το 1895, θεωρείται το καλύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου αυτού συγγραφέα και το τελευταίο που έγραψε στη διάρκεια της ζωής του. Ο "Τζουντ ο αφανής" λόγω του τολμηρού θέματός του και των απόψεων που εξέφρασε, συνάντησε την γενική κατακραυγή -ένας επίσκοπος έφτασε να το κάψει δημόσια-, οπότε ο Χάρντυ αποφάσισε να μην ασχοληθεί ξανά με το είδος αυτό και στράφηκε μέχρι τον θάνατο του μόνο στην ποίηση, την οποία θεωρούσε ούτως ή άλλως την σημαντικότερη έκφραση του ταλέντου του. Για όσους δεν γνωρίζουν την ποίησή του, να ένα δείγμα με τίτλο "Μεσάνυχτα Αυγούστου" (1899):
Μια σκεπασμένη λάμπα κι ένα στόρι που ανεμίζει
Του ρολογιού ο χτύπος από έναν όροφο πιο μακρινό:
Σ'αυτή τη σκηνή καταφθάνουν -με φτερά, με κεραίες, με αγκάθια-
Μια σαρανταποδαρούσα, ένας σκώρος, ένα σκαθάρι
Ενώ στις σελίδες μου μέσα τεμπελιάζει
Μια νυσταλέα μύγα και τρίβει τα χέρια της...
Έτσι ανταμώνουμε εμείς οι πέντε, στο ακίνητο αυτό μέρος
Σ' αυτή τη στιγμή μέσα στο χρόνο, σ' αυτή τη στιγμή μέσα στο χώρο
-Οι καλεσμένοι μου λεκιάζουν τις φρεσκογραμμένες μου λέξεις
Ή χτυπάνε στη λάμπα και σωριάζονται ανάσκελα
"Ταπεινοί εσείς του Θεού!" σκέφτομαι. Αλλά γιατί;
Εγώ δεν ξέρω της Γης τα μυστικά που ξέρουνε αυτοί
Επιστρέφω, όμως, στον "Τζουντ τον αφανή". Διάβασα αυτό το βιβλίο σε μικρή σχετικά ηλικία και ήταν το έναυσμα για να μελετήσω το έργο του Χάρντυ, ο οποίος έγινε γνωστός στην Ελλάδα κυρίως χάρη στον κινηματογράφο. Οι ταινίες "Μακριά από το αγριεμένο πλήθος" του Σλέσινγκερ το 1967 και "Τες, γλυκειά μου ξαδέλφη" του Πολάνσκι το 1979 βασίζονται σε δυο από τα πολλά μυθιστορήματα του. Η δική μου μετάφραση του "Τζουντ του αφανούς" ξεκίνησε από παρόρμηση αρκετά χρόνια πριν την εμφάνιση της ταινίας του Γουιντερμπότομ αλλά κυκλοφόρησε τελικά από τη "Νεφέλη" την ίδια χρονική στιγμή που το φιλμ προβλήθηκε στους κινηματογράφους.
Σχετικά με το βιβλίο είναι σωστό να πω ότι περιέχει μια από τις πιο καταθλιπτικές σκηνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας και εξακολουθώ να μην το συστήνω σε όσους είναι γονείς ή πρόκειται να γίνουν. Μόνο με κάποια ποιήματα του Σολωμού μπορώ να συγκρίνω την τραγωδία που περιγράφει. Αλλά η ζωή καμμιά φορά εκτρέπεται σε τραγωδία όταν οι άνθρωποι πιέζονται να κάνουν κάτι ενάντια στις επιθυμίες τους ή δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τους αρχικούς τους στόχους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας του βιβλίου λέγεται Τζουντ. Για τους αγγλοσάξωνες ο Άγιος Τζουντ είναι ο άγιος των μάταιων αγώνων. Ο φτωχός Τζουντ του Τόμας Χάρντυ ονειρεύεται μια ζωή διανοουμένου και παλεύει με κάθε τρόπο να πετύχει, αναγκασμένος να κάνει όλη τη μέρα χειρωνακτικές δουλειές και το βράδυ να μελετάει ελληνικά, λατινικά και θρησκευτικά κείμενα. Στο δρόμο του θα βρεθεί μια επιπόλαιη γυναίκα, η Αραμπέλα, που θα τον πιέσει να την παντρευτεί με αποτέλεσμα ν'αποκτήσουν μαζί ένα παιδί, το οποίο στη συνέχεια θα φέρει την τραγωδία. Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένα μανιφέστο κατά του γάμου. Πολέμια του θεσμού η ερωμένη του Τζουντ και εξαδέλφη του, η Σου Μπράιντχεντ, η οποία επιλέγει την ελεύθερη συμβίωση αντί των δεσμών του γάμου σε μια εποχή που η κοινωνία δεν είναι ούτε κατά διάνοια έτοιμη να δεχτεί κάτι τέτοιο. Ο φόβος για το αύριο και η πεποίθηση ότι το μέλλον επιφυλάσσει πάντα τα χειρότερα είναι η επωδός. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τόμας Χάρντυ έχει γράψει και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Οι μικρές ειρωνείες της ζωής". Αυτή είναι έτσι κι αλλοιώς η άποψή του, ότι η ζωή μας ειρωνεύεται. Παρά τις προσπάθειες που κάνει για να πετύχει, ο Τζουντ απογοητεύεται διαρκώς. Η ζωή δεν του φέρεται καλά αλλά κι ο ίδιος αφήνεται έρμαιο των γεγονότων. Μέσα στο σκοτάδι που κυριαρχεί γύρω του, ένα φως μόνο λάμπει για τον Τζουντ ακόμα και τη στιγμή της τραγωδίας: είναι ο ερωτάς του για την Σου, αυτός ο έρωτας που έχει γίνει ιδεολογία και σημαία του και που θα τον υπερασπιστεί μέχρι τέλους.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ είναι και το πιο πικρό του. Όπως φαίνεται ο συγγραφέας έφτασε στη δύση της ζωής του πολύ απογοητευμένος. Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι σκληρός κι αδυσώπητος κυριαρχεί στο έργο του και ιδιαίτερα σ'αυτό το μυθιστόρημα. Παρ'όλ'αυτά, αν αντέχει κανείς τα δράματα, ο "Τζουντ ο αφανής" είναι ένα βιβλίο γοητευτικό και φιλοσοφικό. Ο Χάρντυ έχει ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος που συνδυάζει περίπλοκες περιγραφές της φύσης αλλά και των κτισμάτων (πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν και αρχιτέκτονας) με διαλόγους που ρέουν απόλυτα φυσικά σαν να γράφτηκαν σήμερα. Οι ηρωίδες των βιβλίων του, με επικεφαλής την Σου Μπράιντχεντ, ξεχωρίζουν για τα πάθη τους ή τις αδυναμίες του. Το ίδιο και οι ήρωες του από τους οποίους ο Τζουντ είναι ίσως ο πιο αξιομνημόνευτος. Θα πρέπει επίσης ν'αναφερθώ στον "χορό" που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματα του Τόμας Χάρντυ και εκφράζει την κοινή γνώμη για το ένα ή το άλλο συμβάν. Είναι έντονη η ομοιότητα των έργων του με τις αρχαίες τραγωδίες και χαρακτηριστικά αναφέρω την "Επιστροφή του ιθαγενούς" και το "Μακριά από το αγριεμένο πλήθος".
Το βιβλίο αυτό, τον "Τζουντ τον αφανή", το μετέφρασα με δέος και ενθουσιασμό. Είναι συγγραφείς που σε κάνουν να θέλεις να διαβάσεις ό,τι έχουν γράψει. Αυτό μου συνέβη με τον Τόμας Χάρντυ. Και δεν θά'ταν υπερβολή να πω ότι θά'θελα επίσης να έχω μεταφράσει ό,τι έχει γράψει, παρ'όλο που κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Σίγουρα η μετάφραση του "Τζουντ του αφανούς" ήταν μια επίπονη υπόθεση που όπως όλες οι ανάλογες υποθέσεις έδωσε και την αντίστοιχη ηθική ανταμοιβή. Ο Χάρντυ γνώριζε απ'έξω κι ανακατωτά τους Ελληνες και Λατίνους συγγραφείς καθώς και την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι εκπληκτικές γνώσεις του Χάρντυ τρομάζουν τον μεταφραστή του που πρέπει να κάνει ιδιαίτερη έρευνα αν δεν θέλει να προδώσει έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα. Πέραν, όμως, από τις αναφορές σε παλαιά κείμενα, υπάρχει μια ποίηση κι ένας φιλοσοφικός στοχασμός στα έργα του Χάρντυ, που οι μεταφραστές είναι αναγκασμένοι να προσέξουν ιδιαίτερα. Συχνά τα μυθιστορήματα του είναι ποιητικότερα των ποιημάτων του. Και κάποιες σκηνές μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες. Στον "Τζουντ τον αφανή" για παράδειγμα, όταν ο Τζουντ και η Αραμπέλα σφάζουν ένα γουρούνι και το αίμα του τρέχει πάνω στο άσπρο χιόνι. Ή όταν η Σου, μουσκεμένη μετά από μια περιπέτεια της στο ποτάμι, ζεσταίνεται δίπλα στο τζάκι, φορώντας ένα κοστούμι του Τζουντ που την κάνει να μοιάζει με αγόρι. Ή μια από τις τελευταίες σκηνές με την Αραμπέλα να παρακολουθεί τους κωπηλατικούς αγώνες των κολεγίων. Παντού τριγύρω νομίζουμε ότι βλέπουμε τα χρώματα στα φορέματα των γυναικών, νομίζουμε ότι ακούμε τις φωνές από τον κόσμο. Οι περιγραφές του Χάρντυ είναι πάρα πολύ ζωντανές. Αλλά επειδή ο συγγραφέας ήταν ένα μεγάλο πνεύμα, ήξερε βέβαια να είναι και μπροστά από την εποχή του. Γι'αυτό ο σύγχρονος μεταφραστής ίσως δεν έχει τελικά και τόσο δύσκολο καθήκον. Οι ιδέες είναι μοντέρνες, ακόμα και οι εκφράσεις είναι μοντέρνες. Οι συζητήσεις ανάμεσα στον Τζουντ και την Σου είναι άμεσες και κατανοητές ακόμα κι όταν το περιεχόμενο τους είναι φιλοσοφικό. Σε γενικές γραμμές η γλώσσα του Χάρντυ είναι όμορφη, καλοδουλεμένη, τέλεια, χωρίς να γίνεται εκκεντρική. Τέλος, θα ήθελα ν'αναφερθώ στο "μάτι του αντικειμενικού παρατηρητή", κάτι που μπορείτε να το διαβάσετε σ'όλες τις κριτικές για το έργο του, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό απ'τον αναγνώστη. Ο Χάρντυ απλώς περιγράφει, δεν μπαίνει στη θέση κανενός από τους ήρωες του, δεν μας λέει πώς νοιώθουν οι ήρωες. Μόνο οι πράξεις τους και τα λόγια τους μας το λένε, ο συγγραφέας δεν μας προϊδεάζει ούτε μας καθοδηγεί.
Ο συγκεκριμένος συγγραφέας άφησε στον κόσμο ένα πλούσιο έργο, στο οποίο διακρίνεται το πάθος του για την φιλοσοφία, την εκκλησία, την ποίηση, την αρχιτεκτονική και τη φύση της Νότιας Αγγλίας. Ήταν πιστός σ'αυτά που αγαπούσε και τα ύμνησε σε όλα του τα έργα.
Για να κλείσω το κείμενο αυτό, διάλεξα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του Τζουντ, στην εποχή που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι υπήρχε ένα "ψεγάδι στα επίγεια σχέδια":
"Ο Τζουντ βγήκε έξω και νιώθοντας περισσότερο παρά ποτέ ότι η ύπαρξη του ήταν αζήτητη, ξάπλωσε ανάσκελα πάνω σ'ένα σωρό άχυρα κοντά στο στάβλο. Η ομίχλη εκείνη την ώρα είχε πια γίνει πιο διαφανής και μέσα της φαινόταν η θέση του ήλιου. Τράβηξε το ψάθινο καπέλο του επάνω στο πρόσωπό του και κοίταξε μέσα από τις τρύπες το άσπρο φως που έκανε μια θαμπή αντανάκλαση. Έβρισκε ότι το να μεγαλώνεις φέρνει ευθύνες. Τα γεγονότα δεν ταίριαζαν μεταξύ τους έτσι όπως είχε πιστέψει. Η λογική της φύσης ήταν πολύ φρικτή για να τον απασχολεί. Το γεγονός ότι το έλεος προς ένα είδος πλασμάτων ήταν βία προς ένα άλλο, αμαύρωνε την αίσθηση αρμονίας του. Όσο μεγάλωνες και ένιωθες τον εαυτό σου να βρίσκεται στο κέντρο της εποχής του και όχι σε κάποιο σημείο της περιφέρειάς της όπως όταν ήσουν μικρός, σ'έπιανε ένα ρίγος, σκεφτόταν. Παντού τριγύρω σου έμοιαζε να υπάρχει κάτι άγριο, εκτυφλωτικό, θορυβώδες, και οι θόρυβοι και οι λάμψεις χτυπούσαν επάνω στο μικρό κελλί που ήταν η ζωή σου και το ταρακουνούσαν και το στράβωναν".
Λητώ Σεϊζάνη, φθινόπωρο 1999