Η περίοδος Σαραμάγκου

Είχα αναφέρει κάποτε εδώ στο P&I πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα μου να διαβάσω Σαραμάγκου αλλά την περίμενα πώς και πώς αυτή την ώρα. Με χαρά σας ανακοινώνω, σε όλους εσάς που ξέρω πως λατρεύετε αυτόν τον συγγραφέα, ότι διάβασα το βιβλίο «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέϊς».

Έχοντας ιδιαίτερη αδυναμία στην Πορτογαλία («μια χώρα πλούσια σε φτωχούς»), στη γλώσσα, τον πολιτισμό της, τους ωραίους κατοίκους της, την μαγευτική Λισσαβώνα, τα φάντος και φυσικά τον Πεσσόα, το βιβλίο αυτό με τράβηξε από την πρώτη σελίδα σαν μαγνήτης.

Με ικανοποίηση είδα ότι ήταν μεγάλο σε όγκο γιατί σύντομα κατάλαβα πως δεν ήθελα με τίποτα να φτάσω στο τέλος. Ήθελα να απολαύσω αργά αργά την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο συγγραφέας, υποστηριζόμενος από την παρουσία και τους στίχους του Πεσσόα. Μα αυτό ήταν διπλό δώρο για τον αναγνώστη, δώρο επί δώρου δηλαδή! Να μην ξέρεις πού τελειώνει ο Σαραμάγκου και πού αρχίζει ο Πεσσόα!

Θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατέλειωτες γι’αυτό το βιβλίο, για το πώς παρουσιάζει τα γεγονότα της εποχής, για το πώς εμπλέκει τον ήρωα Ρικάρντο Ρέϊς, έναν από τους «ετερωνύμους» του Πεσσόα με τον πεθαμένο πλέον ποιητή και για το πώς πλέκει μια ιστορία που ξεκινάει στο ξενοδοχείο «Μπραγκάνσα» και συνεχίζεται κοντά στο άγαλμα του Αδαμάστορος, ενός μυθικού τιτάνα από τις «Λουσιάδες» του Καμόενς.

Η μετάφραση της Άννυς Σπυράκου (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) πολύ καλή, το μόνο που παρατήρησα είναι ότι τον Καμόενς τον γράφει Καμόες για ν’ακολουθήσει τον πορτογαλικό τρόπο που άλλα γράφει και άλλα προφέρει. Αλλά ας μη χαλάσω εδώ το ύφος και τον πλούτο του βιβλίου με πεζές παρατηρήσεις.

Ας αφήσω τον Σαραμάγκου με υποβολέα τον Πεσσόα να περιπλανηθούν στην Λισσαβώνα της δεκαετίας του ’30, να κεντήσουν σαν δαντέλα την αργή τους καθημερινότητα- αργή αλλά καθόλου βαρετή αφού οι πάμπολλες λεπτομέρειες δημιουργούν μια ασταμάτητη, σχεδόν ιλιγγιώδη κίνηση.

«…κι αφού ολοκλήρωσε τον μονόλογό του, έβαλε το αδιάβροχό του, φόρεσε το καπέλο του, και γεμάτος ενεργητικότητα άρπαξε την ομπρέλα του, είναι εντυπωσιακό πώς γίνεται κανείς άλλος άνθρωπος μόλις πάρει μια απόφαση».

«Βρέχει έξω στον απέραντο κόσμο, κι είναι τέτοιος ο αχός που είναι αδύνατον να μη βρέχει την ίδια στιγμή σ’όλόκληρη την οικουμένη…»

«…ούτε μπορείτε να διανοηθείτε σε ποιό βαθμό τα πάντα είναι ασήμαντα αν τα κοιτάξει κανείς από την πλευρά του θανάτου…»

«…ο τοίχος που χωρίζει τον κάθε ζωντανό από τον άλλο είναι εξ ίσου αδιαπέραστος με τον τοίχο που χωρίζει τους ζωντανούς από τους πεθαμένους».

«…δεν υπάρχει τίποτε πιο ματαιόδοξο από έναν ποιητή, εκτός ίσως από έναν ήσσονα ποιητή…»

«οι ποιητές ωστόσο ανήκουν στην κατηγορία των μόνιμα ανικανοποίητων...»

«…Είναι άνοιξη, κοιτάξτε τι όμορφο θέαμα, το περιστέρι που κάθεται πάνω στο κεφάλι του Καμόες, τα άλλα που ξαποσταίνουν στους ώμους του, είναι η μοναδική χρησιμότητα των αγαλμάτων, η μοναδική δικαιολογία της ύπαρξής τους, είναι απλώς περιστερεώνες, αλλά οι συμβατικές αντιλήψεις είναι πολύ πιο ισχυρές...»

Με όλ’αυτά εύχομαι και ελπίζω η παραμονή μου στην περίοδο Σαραμάγκου να συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα, μέχρι να διαβάσω και να ξαναδιαβάσω όλα του τα βιβλία.

Το αυτό επιθυμώ και δι’υμάς.