Το όνειρο της κλασσικής Ελλάδας

Προτού τα ταξίδια γίνουν ένα ακόμα καταναλωτικό αγαθό που το χρεώνεις στην πιστωτική κάρτα, το κάνεις, το πληρώνεις και μετά το ξεχνάς, σαν τα ρούχα που στοιβάζονται αφόρετα σε κάποιο ντουλάπι, προτού λοιπόν τα ταξίδια γίνουν έτσι, ήταν για ορισμένους ανθρώπους σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Τα σχεδίαζαν και τα ονειρεύονταν χρόνια, προσπαθούσαν να οργανωθούν για να τα πραγματοποιήσουν, συγκέντρωναν χρήματα και δυνάμεις γι’αυτά. Παρακινημένοι από το όνειρο της κλασσικής αρχαιότητας, διάφοροι περιηγητές από την Δύση, έφταναν στην Ελλάδα για να δουν από κοντά τον Παρθενώνα και τα άλλα αρχαία μνημεία, που συχνά ήταν απλώς κολώνες ατάκτως ερριμμένες. Πολλοί απογοητεύονταν από τη φτώχια και την κακομοιριά, από το ανατολίτικο σκηνικό που έβρισκαν μπροστά τους ενώ άλλοι το θεωρούσαν εξωτικό και ξετρελαίνονταν. Υπάρχουν σε όλα τα μουσεία μας ωραίοι πίνακες μέσα σε παλιές σκαλιστές κορνίζες που δείχνουν την Αθήνα στο βάθος σαν ένα απέραντο λειβάδι με κίονες πεσμένους στο έδαφος, με βοσκοπούλες που φοράνε τοπικές φορεσιές και πρόβατα που μηρυκάζουν λίγα χόρτα πιο πέρα. Κάπως έτσι θα ήταν φαίνεται, πράγματι, για να την έχουν απεικονίσει όλοι με τον ίδιο τρόπο. Μεγαλύτερη ποικιλία έχουν τα γραπτά άλλων περιηγητών όπως του Άντερσεν στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα, της Χριστιάνα Λυτ (Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα), συζύγου του ιερέα της βασίλισσας Αμαλίας καθώς και τα δυο κείμενα που παραθέτουμε μεταφρασμένα εδώ. Το ένα προέρχεται από το βιβλίο «Σημειώσεις ενός ταξιδιού από το Κόρνχιλ ώς το Μεγάλο Κάϊρο μέσω Λισαβώνας, Αθηνών, Κωνσταντινούπολης» (1844) και είναι του Ουίλιαμ Μέϊκπης Θάκερεϊ ενώ το δεύτερο είναι του Μαρκ Τουαίην από το βιβλίο του «Το ταξίδι των αθώων» που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ολόκληρο ή αποσπασματικά. Οι μεταφράσεις που θα βρείτε εδώ είναι της Λητώς Σεϊζάνη.

Ο Θάκερεϊ για την Αθήνα

Ομνύω σοβαρότατα ότι προτιμώ να περάσω διακόσια χρόνια στη Φλητ Στρητ, απ’το να είμαι Βασιλιάς των Ελλήνων, με τον τίτλο Βασιλεύς γραμμένο πριν απ’το όνομά μου γύρω απ’το άθλιό τους νόμισμα. Με διαρκείς επαναστάσεις να μ’ενοχλούν μέσα στο τεράστιο παλάτι μου φτιαγμένο από γύψο του Παρισιού, χωρίς καμμιά διασκέδαση πλην μιας βόλτας το απόγευμα σε μια άθλια ξερή χώρα όπου δεν υπάρχουν δρόμοι, όπου οι πρέσβεις (ποιός ξέρει άραγε γιατί, μια που τι καλό μπορούν να περιμένουν οι Άγγλοι, ή οι Γάλλοι ή οι Ρώσοι από μια τέτοια χρεωκοπημένη συμμαχία;) να με τραβάνε συνεχώς απ’το μανίκι, μακριά από την τίμια Γερμανία όπου υπάρχει μπύρα και καλαίσθητες συζητήσεις, και όπερες με φτηνό εισιτήριο. Η μιζέρια αυτού του μέρους είναι μεγαλύτερη και από της Ιρλανδίας και αυτό αποτελεί βαριά κατηγορία. Το παλάτι του Βασιλιά είναι ένα τεράστιο κτίσμα από γύψο, σε μια πλατεία που περιλαμβάνει έξι σπίτια, τρεις γαϊδάρους, κανένα δρόμο, κανένα συντριβάνι (εκτός από ένα στη φωτογραφία του πανδοχείου). Από πίσω μοιάζει να βλέπει απ’ευθείας στο βουνό –απ’τη μια πλευρά είναι ένας ψωραλέος κήπος- ο Βασιλιάς βγαίνει έξω με την άμαξα (εφ’όσον του το επιτρέπουν οι εξεγέρσεις) στις πέντε η ώρα –εικοσιτέσσερις φρουροί σουλατσάρουν μέχρι τον αμμόλοφο που υποτίθεται ότι είναι δρόμος, καθώς η Αυτού Μεγαλειότης περνάει με μια χρυσοποίκιλτη άμαξα και μια παράξενη επίσημη στολή. Η χρυσοποίκιλτη άμαξα κατρακυλάει στους αμμόλοφους, οι δυο ντουζίνες στρατιώτες που παρουσιάζουν όπλα, σέρνονται πίσω στους κοιτώνες τους. Το παλάτι που μοιάζει με τεράστιο στρατώνα παραμένει εντελώς άσπρο, απαίσιο και μοναχικό. Κι εκτός απ’το γκάρισμα ενός γαϊδάρου πού και πού (αυτοί οι αοιδοί με τα μεγάλα αυτιά είναι πιο δραστήριοι και πιο ηχηροί στην Αθήνα απ’ότι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος γνωρίζω), όλα είναι σιωπηλά γύρω από το παλάτι του Βασιλέως. Πώς γίνεται οι άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τον Λεοπόλδο να φαντάζονταν ότι θα ήταν τόσο «ευχάριστα σαγηνευτικός» για μια τέτοια θέση; Μόνο ένας αφελής Βαυαρός θ’αναγκαζόταν να τη δεχτεί.

Ο Μαρκ Τουαίην για την Ελλάδα

Περάσαμε μια ευχάριστη μέρα πηγαίνοντας από το ένα νησί της Ελλάδας στο άλλο. Είναι όλα πολύ ορεινά. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το γκρίζο και το καφετί, που πλησιάζει προς το κόκκινο. Άσπρα χωριουδάκια, περιτριγυρισμένα από δέντρα, φωλιάζουν στις κοιλάδες ή κουρνιάζουν πάνω απ’τους ψηλούς κάθετους κυματοθραύστες.

Είδαμε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα –μια πλούσια κόκκινη έκρηξη που γέμισε τον ουρανό στη δύση και έριξε μια αιμάτινη λάμψη πάνω απ’τη θάλασσα. Τα ωραία ηλιοβασιλέματα φαίνεται ότι σπανίζουν σ’αυτή τη μεριά του κόσμου –ή τουλάχιστον τα εντυπωσιακά. Είναι συνήθως μαλακά, αισθησιακά, όμορφα –υπέροχα διακριτικά, θηλυπρεπή, αλλά δεν έχουμε δει εδώ ηλιοβασιλέματα σαν τα εκπληκτικά και άγρια που μοιάζουν με πυρκαϊές στα δικά μας ψηλά βόρεια πλάτη.

Αλλά τι μας ένοιαζαν τα ηλιοβασιλέματα όταν είχαμε τέτοιο άγριο ενθουσιασμό καθώς πλησιάζαμε στην πιο διάσημη πόλη! Τι μας ένοιαζαν τα εξωτερικά οράματα, όταν ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλεύς και χίλιοι άλλοι ήρωες του ενδόξου Παρελθόντος περνούσαν σαν φαντάσματα στην παρέλαση της φαντασίας μας; Τι μας ένοιαζαν τα ηλιοβασιλέματα καθώς ετοιμαζόμασταν να ζήσουμε και να αναπνεύσουμε και να περπατήσουμε στην πραγματική Αθήνα. Ναι, και να γυρίσουμε πίσω στους νεκρούς αιώνες και να πλειοδοτήσουμε προσωπικά για τους σκλάβους Διογένη και Πλάτωνα, στην αγορά ή να κουτσομπολέψουμε με τους γείτονες για την πολιορκία της Τροίας ή τα υπέροχα κατορθώματα στον Μαραθώνα; Δεν καταδεχόμασταν να σκεφτούμε τα ηλιοβασιλέματα.

[...]

Διασχίσαμε μια μεγάλη αυλή, μπήκαμε από μια μεγάλη πύλη και σταθήκαμε πάνω σ’ένα δάπεδο από κατάλευκο μάρμαρο, φθαρμένο από βαθιές πατημασιές. Μπροστά μας, στο φεγγαρόφως που μας πλημμύριζε, υψώνονταν τα ευγενέστερα ερείπια που είχαμε δει ποτέ –τα Προπύλαια. Ένας μικρός Ναός της Αθηνάς, ο Ναός του Ηρακλή, και ο σπουδαίος Παρθενώνας.

[...]

Έξι καρυάτιδες, δηλαδή γυναίκες από μάρμαρο, ντυμένες με κυματιστούς χιτώνες, στηρίζουν τη θύρα του Ναού του Ηρακλή αλλά οι θύρες και οι κιονοστοιχίες των άλλων κτισμάτων είναι φτιαγμένες από συμπαγείς κίονες δωρικού και ιωνικού ρυθμού...

[...]

Οι περισσότεροι από τους επιβλητικούς κίονες του Παρθενώνα είναι ακόμα όρθιοι, αλλά η στέγη έχει φύγει. Το κτίσμα ήταν τέλειο πριν από 250 χρόνια όταν έπεσε ένα βλήμα στην ενετική πυριτιδαποθήκη που βρισκόταν εκεί, και η έκρηξη που ακολούθησε το κατέστρεψε και του αφαίρεσε τη στέγη.

[...]

Καθώς περιπλανιόμασταν βυθισμένοι σε σκέψεις πάνω στο μαρμαρένιο δάπεδο του επιβλητικού ναού, η σκηνή ολόγυρά μας ήταν παράξενα εντυπωσιακή. Εδώ κι εκεί, σε μεγάλη πληθώρα, υπήρχαν λευκά αγάλματα ανδρών και γυναικών που έλαμπαν, υποστηριζόμενα από κομμάτια μαρμάρου, ορισμένα ήταν χωρίς χέρια, άλλα χωρίς πόδια, άλλα χωρίς κεφάλι –αλλά όλα έμοιαζαν πένθιμα μέσα στο φεγγαρόφως, και τρομακτικά ανθρώπινα!
[...]
Η ιστορία λέει ότι οι ναοί της Ακροπόλεως ήταν γεμάτοι από τα ευγενέστερα έργα του Πραξιτέλη και του Φειδία και πολλών άλλων μεγάλων δασκάλων της γλυπτικής –και αυτό αποδεικνύουν σίγουρα εκείνα τα κομψά απομεινάρια.
Περπατήσαμε στη χορταριασμένη και σπαρμένη με απομεινάρια αυλή έξω απ’τον Παρθενώνα. Κάθε τόσο τρομάζαμε βλέποντας ένα πέτρινο άσπρο πρόσωπο που μας κοιτούσε από κάτω απ’το χορτάρι με τα νεκρά του μάτια. Το μέρος έμοιαζε γεμάτο φαντάσματα. Περίμενα σχεδόν να δω τους Αθηναίους ήρωες που είχαν ζήσει πριν είκοσι αιώνες να βγαίνουν γλιστρώντας απ’τις σκιές και να έρχονται στον αρχαίο ναό που τόσο καλά γνώριζαν και παρατηρούσαν με απεριόριστη υπερηφάνεια.
Η πανσέληνος ανέβαινε τώρα ψηλά στους ανέφελους ουρανούς. Κατηφορίσαμε χωρίς έννοιες και σκέψεις μέχρι την άκρη των ψηλών επάλξεων του φρουρίου και κοιτάξαμε κάτω –ένα όραμα! Και τι όραμα! Η Αθήνα στο φως του φεγγαριού! Ο προφήτης που πίστεψε πως του είχε αποκαλυφθεί η λαμπρότητα της Νέας Ιερουσαλήμ, σίγουρα αυτό θα είχε δει!
[...]
Καθώς γυρίσαμε και κατευθυνθήκαμε και πάλι μέσα στον ναό, ευχήθηκα οι λαμπροί άνδρες που είχαν καθήσει εκεί στους παμπάλαιους χρόνους, να μπορούσαν να τον επισκεφτούν και πάλι και να αποκαλυφθούν μπροστά στα περίεργα μάτια μας –ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Σωκράτης, ο Φωκίων, ο Πυθαγόρας, ο Ευκλείδης, ο Πίνδαρος, ο Ξενοφών, ο Ηρόδοτος, ο Πραξιτέλης και ο Φειδίας, ο ζωγράφος Ζεύξις. Τι αστερισμός φημισμένων ονομάτων! Αλλά πιο πολύ ευχήθηκα να ερχόταν ο γέρος Διογένης που έψαχνε στα τυφλά με το φανάρι του, ν’ανακαλύψει με τόσο ζήλο έναν μόνο έντιμο άνθρωπο σ’ολόκληρο τον κόσμο, και να συναντούσε τη συντροφιά μας. Δεν είναι σωστό ίσως που το λέω, αλλά υποθέτω ότι θά’σβηνε το φανάρι του.

Ο William Makepeace Thackeray (1811-1863) υπήρξε Άγγλος συγγραφέας, που έγινε γνωστός χάρη στο χιούμορ και τις λεπτομερείς περιγραφές του. Γνωστότερα έργα του: Vanity Fair, The luck of Barry Lyndon, Pendennis.

O Mark Twain (ψευδώνυμο του Samuel Langhorne Clemens) γεννήθηκε στις ΗΠΑ το 1835 και πέθανε στην ίδια χώρα το 1910. Έγραψε πάρα πολλά ευθυμογραφικά κείμενα και υπήρξε πάρα πολύ δημοφιλής. Τα πιο γνωστά του οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φινν και οι Περιπέτειες του Τομ Σώγερ.