Τα όρια της βίας
«Το νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη το διάβασα στην εφηβεία μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία του ίδιου συγγραφέα και όλων της λεγόμενης γενιάς του ’30. Ήταν αυτές οι μικρού μεγέθους εκδόσεις της Εστίας με τα σκληρά εξώφυλλα που περιέλαβαν όλα τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας και κυκλοφορούν ακόμα στα βιβλιοπωλεία.
Τόλμησα να ξαναρχίσω «Το νούμερο» πριν λίγες μέρες και στις τρεις πρώτες σελίδες κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θυμήθηκα αυτά που είχα εξορίσει στις πιο άγονες περιοχές του ασυνείδητου, περιοχές που έμοιαζαν με το θέατρο των ατελείωτων, άσκοπων αλλά υποχρεωτικών πεζοποριών του Βενέζη και των συμπατριωτών του όταν τους πήραν αιχμαλώτους οι Τούρκοι, «σκλάβους» όπως λέει ο ίδιος, και τους οδήγησαν στα βάθη της Ανατολής για να δουλέψουν στα αδυσώπητα «Αμελέ ταμπουρού», τα τάγματα εργασίας. Τελικά αποφάσισα να προχωρήσω, να διαβάσω ξανά ολόκληρο «Το νούμερο» που το έζησαν σαν τον Βενέζη και ο παππούς μου μαζί με τον αδελφό του, νεαρά αγόρια τότε, από την Σμύρνη. Θεωρούσα ότι τα όρια της βίας τα είχα εξαντλήσει διαβάζοντας την «Μια ημέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του Σολζενίτσυν και τους «Αγριόκυκνους» της Γιουνγκ Τσανγκ. Όχι, όμως. Τα όρια της βίας, ανθρώπου προς άνθρωπο, ή μάλλον αιμοσταγούς ζώου προς αβοήθητο ζώο, τα περιγράφει καλύτερα ο Βενέζης. Δεν θα παραθέσω τις πιο ανατριχιαστικές κι αφόρητες λεπτομέρειες γιατί δεν θέλω να ταράξω τις ψυχές που είναι ευαίσθητες. Ένα μικρό, ανώδυνο δείγμα μόνο:
«Άρχισαν να μας δίνουν μισό ψωμί τη μέρα. Ζητιανεύαμε κιόλας σαν περνούσαμε μπρος απ’τα σπίτια. Άλλοι μας δίναν, άλλοι βγάζαν τη γλώσσα τους και μας περιγελούσαν.
Εγώ δεν ήθελα να γυρεύω, γιατί την πρώτη μέρα που άπλωσα το χέρι ένας με χτύπησε σκληρά και μ’έφτυσε. Όσο ήμαστε σε πορεία δε μου καιγόταν καρφί για κάτι τέτοια. Τώρα μου κόστιζε. Σιγά σιγά είχαμε αρχίσει να παίρνουμε πάλι συνήθειες ανθρώπινες. Μα στο τέλος είπα πως δεν πειράζει –ας γράψουμε δυό πόντους λιγότερη αξιοπρέπεια».
Πιστεύω ότι «Το νούμερο 31328, Το βιβλίο της σκλαβιάς», είναι καλό να το διαβάσουν όλοι οι Έλληνες. Κατά τη γνώμη μου, είμαστε λαός που ξεχνάει από τη μια μέρα στην άλλη γι’αυτό βρισκόμαστε συνεχώς σε περιπέτειες και αντιδρούμε πάντα σπασμωδικά την τελευταία στιγμή, όταν το κακό έχει ήδη γίνει. Ίσως αν γνωρίζαμε καλύτερα την ιστορία μας, να ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για μας.
Αυτό το επιβεβαίωσα κι όταν μετά «Το νούμερο» πήρα να διαβάσω ένα χοντρό βιβλίο με τίτλο «Γη του Πόντου» (Εκδόσεις Φυτράκη). Ο συγγραφέας του, ο Δημήτρης Ψαθάς, μας είναι γνωστός από τα χιουμοριστικά χρονογραφήματα και διηγήματά του. Εδώ αφηγείται τις παιδικές αναμνήσεις από την γενέτειρά του, Τραπεζούντα, και στη συνέχεια περνάει σε μια παράθεση μαρτυριών ανθρώπων που έζησαν το δράμα της γενοκτονίας των Ποντίων. Οι Έλληνες του Πόντου αντιστάθηκαν σθεναρά στους Τούρκους -ορισμένοι ακόμα και μετά το 1922- με γενναίες ομάδες ανταρτών αλλά είχαν κι αυτοί την ίδια τύχη με τους υπόλοιπους.
Το βιβλίο ίσως φανεί κουραστικό σε όποιον δεν έχει όρεξη να διαβάσει λεπτομέρειες και της τελευταίας μάχης στα βουνά της Σάντας ή στον ποταμό Τσαρτσαμπά που ήταν ο αρχαίος Θερμόδων, η μυθική κατοικία των Αμαζόνων. Το βιβλίο, όμως, δεν θα φανεί κουραστικό σε αυτούς που ενδιαφέρονται για την ιστορία των Ελλήνων. Θα μεταφερθούν νοερά σ’αυτά τα μακρινά μέρη με τα παράξενα ονόματα και τους κατοίκους που τράβηξαν τόσα από τους Τούρκους κι όλο περίμεναν σωτηρία από τους Ρώσους που σχεδόν πάντα αποδεικνύονταν κατώτεροι των περιστάσεων. Ο Ψαθάς δεν παραλείπει να καυτηριάσει την στάση των Άγγλων και των Γάλλων που όποτε τους συνέφερε έβαζαν φυτίλια υποστηρίζοντας την λύση μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας του Πόντου ενώ στη συνέχεια πήραν το μέρος του Κεμάλ. Μιλάει για τους «εκτοπισμούς», γι’αυτές τις ίδιες μάταιες κι αιματοβαμμένες πορείες σαν του Βενέζη στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας που είχαν μοναδικό σκοπό τους την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Τέλος, μας υπενθυμίζει πως η ίδια η Ελλάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έτεινε ποτέ χείρα βοηθείας προς τα τέκνα της των απομακρυσμένων περιοχών. Η αδιαφορία της προς κάθε απειλή απέναντί τους ήταν παροιμιώδης. Η μανία της να διχάζεται στις πιο δύσκολες στιγμές, να μην αναγνωρίζει τον πραγματικό εχθρό, τον υπαρκτό κίνδυνο, ήταν ανέκαθεν τόσο αυτοκαταστροφική ώστε να καταντά γελοία.
Αλλά ας αφήσουμε για λίγο την ιδιόρρυθμη πατρίδα μας κι ας δούμε πόσο ωραία αποτίει φόρο τιμής ο Ψαθάς στον τόπο της καταγωγής του: «Νάτην η Τραπεζούντα -πρωτεύουσα ιστορική των Κομνηνών- γεμάτη εκκλησιές, κάστρα βυζαντινά, τζαμιά κι ορθοδοξία, που από τη μια μεριά της σκαρφαλώνει στον λόφο του «Ποζ Τεπέ» κι απ’την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στην θάλασσα του Ευξείνου, που πότε χαϊδεύει τις αμμουδιές της καταγάλανη, και πότε ανασηκώνεται θυμωμένη, σε κύματα θεόρατα, που σπάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της«.
Αυτά τα ολίγα, λοιπόν, για δυο πολύ αξιόλογα βιβλία, τα οποία ξανάφερα στην επιφάνεια σήμερα που ανακινείται το θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων. Δεν ξέρω να σας πω γιατί ανακινείται αυτό το θέμα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από το μαύρο 1922.
Πρώτη δημοσίευση People and Ideas 2012.