"Λεονώρα αντίο" του Λουίτζι Πιραντέλλο

Στα εικοσιπέντε του χρόνια ο Ρίκο Βέρρι, έφεδρος αξιωματικός, διασκέδαζε με την παρέα των άλλων αξιωματικών του συντάγματος. Ήταν όλοι από την ηπειρωτική Ιταλία και επειδή δεν ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα τους σε εκείνη την σκονισμένη πόλη, στο εσωτερικό της Σικελίας, μαζεύονταν σα μύγες γύρω από τη μόνη φιλόξενη οικογένεια, την οικογένεια Λα Κρότσε, που αποτελείτο από τον πατέρα, τον Ντον Παλμίρο (ή Φλογέρα όπως τον έλεγαν όλοι γιατί σφύριζε πάντοτε αφηρημένος), μηχανικό στα μεταλλεία, τη μητέρα, τη Ντόνα Ινιάτσια, γεννημένη στη Νάπολι, που στο χωριό την ήξεραν όλοι σαν Στρατηγίνα και που μετονομάστηκε ποιός ξέρει για ποιό λόγο σε Ντόνα Νικοντέμα.  Και από τις τέσσερις ωραίες κόρες τους που ήταν γεματούτσικες και συναισθηματικές, ζωηρές και παθιασμένες: τη Μομμίνα, την Τοτίνα, τη Ντορίνα και τη Μεμέ. 

Με τη δικαιολογία ότι και στην ηπειρωτική Ιταλία "έτσι κάνουν", αυτοί οι αξιωματικοί, παρ'όλο το κουτσομπολιό και τα σχόλια όλων των άλλων οικογενειών του χωριού, κατάφεραν να μπλέξουν τις τέσσερις κοπέλες στις πιο τολμηρές και γελοίες επιπολαιότητες.  Κατάφεραν να πάρουν τόσο θάρρος μαζί τους που στη θέση τους κάθε άλλη γυναίκα θα είχε κοκκινίσει και το ίδιο και εκείνες φυσικά αν δεν ήταν παραπάνω από βέβαιες ότι όντως και στην ηπειρωτική Ιταλία έτσι έκαναν και πως κανείς δεν θα μπορούσε να το αμφισβητήσει.

Τις πήγαιναν στο θέατρο σε δικό τους θεωρείο και η κάθε μια καθόταν ανάμεσα σε δύο.  Εκείνος που βρισκόταν αριστερά, της έκανε αέρα με τη βεντάλια και συγχρόνως ο εκ δεξιών της έβαζε στο στόμα ένα σοκολατάκι. Έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία. Όταν το θέατρο ήταν κλειστό, μάθαιναν χορούς και καλούς τρόπους ή έδιναν παραστάσεις στο σπίτι της οικογενείας Λα Κρότσε: η μητέρα έπαιζε με μανία στο πιάνο όλα τα κομμάτια της όπερας που είχαν ακούσει εκείνη τη σαιζόν και με αυτοσχέδια κοστούμια οι τέσσερις αδελφές που ήταν προικισμένες με καλούτσικες φωνούλες, τραγούδαγαν όλους τους ρόλους ακόμα και τους ανδρικούς, φτιάχνοντας πάνω από τα χείλη μουστάκια από καμμένο φελλό και φορώντας καπέλα με φτερά μαζί με τα σακάκια και τα ξίφη των αξιωματικών.

Άξιζε το θέαμα της Μομμίνας, της πιο γεμάτης απ'όλες να τραγουδάει τον Ζίμπελ στον "Φάουστ":

Ερωτικά λόγια -αγαπημένα λουλούδια...

Τα χορωδιακά μέρη τα τραγουδούσαν όλοι μαζί δυνατά ακόμα και η Ντόνα Νικοντέμα από το πιάνο.  Έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία.  Και πάντοτε για να κάνουν ό,τι γινόταν και στην ηπειρωτική Ιταλία, όταν την Κυριακή το βράδυ έπαιζε στο δημαρχείο η μπάντα του συντάγματος, κάθε μια από τις τέσσερις αδελφές απομακρυνόταν αγκαζέ με έναν αξιωματικό στα πιο σκοτεινά μέρη για να ακολουθήσουν τις πυγολαμπίδες (τι το κακό είχε αυτό!) ενώ η Στρατηγίνα έμενε εκεί φρουρός, θρονιασμένη πάνω στα νοικιασμένα άδεια καθίσματα που ήταν βαλμένα σε κύκλο, κατακεραυνώνοντας τους συγχωριανούς της που της έριχναν κάτι ματιές όλο ειρωνεία και περιφρόνηση.  Τέτοιοι αγροίκοι που ήταν και τέτοιοι βλάκες, τόσο ήξεραν κι ούτε είχαν ποτέ τους ακούσει ότι έτσι έκαναν και στην ηπειρωτική Ιταλία. 

Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που ο Ρίκο Βέρρι, που στην αρχή συμμεριζόταν το μίσος της Ντόνας Ινιάτσια για όλους τους αγροίκους του χωριού, σιγά σιγά ερωτεύθηκε στα σοβαρά τη Μομμίνα και άρχισε να γίνεται και αυτός αγριάνθρωπος.  Και τι αγριάνθρωπος!

Στις γιορτές, στις τρέλες των συναδέλφων του των αξιωματικών, εκείνος δεν είχε πάρει ποτέ μέρος με την καρδιά του.  Είχε παρευρεθεί μονάχα, έτσι για να διασκεδάσει.  Και μόλις θέλησε να δοκιμάσει αυτό που έκαναν κι οι άλλοι, να σαχλαμαρίσει δηλαδή με τα κορίτσια, αμέσως, σαν καλός Σικελός, πήρε το αστείο στα σοβαρά.  Και έτσι τώρα αντίο διασκέδαση.  Η Μομμίνα δεν θα μπορούσε πια ούτε να τραγουδήσει, ούτε να χορέψει, ούτε να πάει στο θέατρο, ούτε κάν να γελάσει όπως παλιά.  

Η Μομμίνα ήταν καλή κοπέλα, η πιο φρόνιμη από τις τέσσερις αδελφές, εκείνη που θυσιαζόταν, που προετοίμαζε γλέντια και διασκεδάσεις για τους άλλους αλλά δεν τα απολάμβανε.  Από αυτά μόνο η κούραση, οι αγρύπνιες και οι έννοιες έμεναν για εκείνη. Όλο το βάρος της οικογένειας έπεφτε στην πλάτη της γιατί η μητέρα της φερόταν σαν άντρας ακόμα και όταν ο Ντον Παλμίρο δεν ήταν στο ορυχείο.

Η Μομμίνα ένοιωθε πολλά πράγματα: πρώτα απ'όλα ότι τα χρόνια περνούσαν. Ότι ο πατέρας της με όλες αυτές τις φασαρίες που έκαναν στο σπίτι δεν κατάφερνε να βάλει ούτε μια δεκάρα στην πάντα, ότι κανείς στο χωριό δεν θα την έπαιρνε, όπως και κανείς από τους αξιωματικούς δεν θα ήθελε να τον τυλίξει κάποια από τις τέσσερις αδελφές.  Ο Βέρρι όμως δεν κορόιδευε. Ίσα-ίσα!  Θα την είχε κιόλας παντρευτεί αν εκείνη είχε υπακούσει στις απαγορεύσεις του και αν είχε αρνηθεί από την αρχή με όλη της τη δύναμη να ακούσει τις παραινέσεις, τις πιέσεις και την αντίδραση των αδελφών της και της μητέρας της. Νάτος λοιπόν: χλωμός, οργισμένος που έβλεπε να την πολιορκούν, με τα μάτια του μονίμως επάνω της, έτοιμος να ξεσπάσει στην παραμικρή παρατήρηση των αξιωματικών.  Και ξέσπασε όντως κάποιο βράδυ και έγινε χαλασμός -καρέκλες στον αέρα, σπασμένα τζάμια, ουρλιαχτά, κλάμματα, υστερίες.  Τρεις προκλήσεις, τρεις μονομαχίες.  Πλήγωσε δύο αντιπάλους και πληγώθηκε από τον τρίτο. Όταν παρουσιάστηκε στο σπίτι των Λα Κρότσε μια εβδομαδα μετά, με τον καρπό του ακόμα τυλιγμένο σε γάζες, δέχθηκε την επίθεση της οργισμένης Στρατηγίνας.  Η Μομμίνα έκλαιγε, οι τρεις αδελφές της προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τη μητέρα τους, πιστεύοντας πως θα ήταν καλύτερα να επέμβει ο πατέρας τους για να βάλει στη θέση του αυτόν που χωρίς κανέναν δικαίωμα επέβαλε τον δικό του νόμο στα ξένα σπίτια. Όμως ο Ντον Παλμίρο, αδιάφορος, καθόταν ως συνήθως σε μια γωνιά και σφύριζε. Αφού εξατμίστηκε ο πρώτος θυμός, πεισμωμένος ο Βέρρι, υποσχέθηκε ότι μόλις θα τελείωνε την υπηρεσία του ως έφεδρος αξιωματικός θα παντρευόταν τη Μομμίνα.

Η Στρατηγίνα είχε ήδη ζητήσει πληροφορίες στην διπλανή πόλη, στη νότια ακτή του νησιού, και έμαθε ότι ήταν μεν από εύπορη οικογένεια αλλά ότι ο πατέρας του είχε στο χωριό φήμη τοκογλύφου και ζηλιάρη ανθρώπου, τόσο ζηλιάρη που μέσα σε λίγα χρόνια πέθανε από τον καϋμό της τη γυναίκα του.  Αντιμέτωπη λοιπόν με την πρόταση γάμου, θέλησε να αφήσει στην κόρη της μερικές μέρες για να το καλοσκεφτεί.  Και τόσο εκείνη όσο και οι άλλες κόρες της συμβούλευσαν τη Μομμίνα να μη δεχτεί.  Αλλά η Μομμίνα εκτός από τα τόσα που ένοιωθε, είχε και το πάθος για μελόδραμα.  Και ο Ρίκο Βέρρι...Ο Ρίκο Βέρρι είχε μονομαχήσει τρεις φορές για χάρη της. Ήταν μαζί Ραούλ, Ερνάνης και Ντον Αλβάρο...

Δεν θα μπορέσω ποτέ να βγάλω

την εικόνα της απ'την καρδιά μου...

Δεν ήξερε ακόμη ποιές συμφωνίες είχε κλείσει εκείνος με τον πατέρα του τον τοκογλύφο για να την πάρει από τους αξιωματικούς και τι άλλες συμφωνίες είχε κάνει με τον εαυτό του όχι μόνο για να αποζημιωθεί από τη θυσία που του κόστιζε ένα πείσμα αλλά και για να ανυψωθεί στα μάτια των συγχωριανών του που ήξεραν πολύ καλά τι όνομα είχε βγάλει η οικογένεια της γυναίκας του στο διπλανό χωριό.

Την φυλάκισε στο πιο ψηλό σπίτι του χωριού, επάνω στον έρημο, ανεμοδαρμένο λόφο που έβλεπε στο αφρικάνικο πέλαγος. Όλα τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά με τζάμια και πατζούρια.  Μόνο ένα μικρό παραθυράκι έβλεπε πέρα μακριά στην εξοχή και στη θάλασσα.  Από το χωριό φαίνονταν μόνο οι στέγες των σπιτιών και τα καμπαναριά, κάτι κιτρινωπά τούβλα, άλλα πιο ψηλά κι άλλα πιο χαμηλά, που κατηφόριζαν προς όλες τις κατευθύνσεις.  Ο Ρίκο Βέρρι παράγγειλε και του έφεραν από τη Γερμανία δυο ειδικές κλειδαριές διαφορετικές μεταξύ τους.  Και δεν του έφτανε που κλείδωνε κάθε πρωί την πόρτα με δυο κλειδιά αλλά την πίεζε κιόλας με δύναμη με τα δυο του χέρια για να σιγουρευτεί ότι την είχε κλειδώσει καλά.  Δεν βρήκε υπηρέτρια που θα δεχόταν να μείνει σε εκείνη τη φυλακή και έτσι καταδικάστηκε να κατεβαίνει ο ίδιος κάθε πρωί στην αγορά για τα ψώνια και καταδίκασε τη γυναίκα του να κάνει μέσα στην κουζίνα τις πιο ταπεινές αγγαρείες του νοικοκυριού. Όταν γύριζε σπίτι δεν επέτρεπε ούτε στον χαμάλη που του κουβαλούσε τα ψώνια να ανέβει επάνω.  Κουβαλούσε μόνος του όλα τα πακέτα και τα ψώνια. Έκλεινε με την πλάτη του την πόρτα και μόλις ξαλάφρωνε από το φορτίο, έτρεχε να ελέγξει όλα τα πατζούρια, που έτσι και αλλοιώς ήταν ασφαλισμένα με λουκέτα που τα κλειδιά τους, κρατούσε εκείνος μόνο.

Είχε φουντώσει μέσα του, αμέσως μετά το γάμο, μια ζήλεια όμοια με του πατέρα του και μάλιστα πολύ πιο άγρια, εξουθενωμένη καθώς ήταν από τις αδιάκοπες τύψεις και από τη βεβαιότητα ότι δεν θα μπορούσε ξανά να κοιτάξει τον εαυτό του καταπρόσωπο όσες σανίδες και να έβαζε στην πόρτα και στα παράθυρα.  Για την ζήλεια του δεν υπήρχε γιατρειά, ζήλευε το παρελθόν.  Η προδοσία βρισκόταν μέσα στην ίδια τη γυναίκα του, ζωντανή, αιώνια,άφθαρτη.  Στις αναμνήσεις της, στα μάτια της που είχαν δει, τα χείλη της που είχαν φιλήσει.  Ούτε κι η ίδια δεν μπορούσε να την αρνηθεί.  Εκείνη δεν μπορούσε παρά να κλαίει και να φοβάται όποτε τον έβλεπε έτσι τρομερό, παραμορφωμένο από το θυμό για κάποια από εκείνες τις αναμνήσεις που του είχαν κινήσει πάλι απαίσιες υποψίες.

-Έτσι, ε; της ούρλιαζε κατά πρόσωπο, έτσι σε έσφιγγε...και τα χέρια σου έτσι; τη μέση...πώς σου την έσφιγγε...έτσι; έτσι; και το στόμα; πώς σου το φίλαγε; έτσι; Και την φίλαγε, την δάγκωνε, της τράβαγε τα μαλλιά, τα καϋμένα τα μαλλιά της που δεν τα χτένιζε πια, που δεν ήθελε να τα χτενίζει όπως δεν ήθελε και να κρατιέται πια στητή, ούτε και να φροντίζει καθόλου τον εαυτό της.

Η γέννηση της πρώτης κόρης δεν χρησίμευσε σε τίποτα, ούτε και της δεύτερης αργότερα...Ίσα-ίσα που έτσι μεγάλωσε το μαρτύριό της πολύ περισσότερο, όσο με τα χρόνια τα δυο φτωχά πλασματάκια άρχισαν σιγά-σιγά να καταλαβαίνουν.  Παρακολουθούσαν τρομαγμένα εκείνα τα ξαφνικά ξεσπάσματα τρέλας, τις άγριες σκηνές και τα προσωπάκια τους άσπριζαν και τα μάτια τους άνοιγαν διάπλατα.

Αχ εκείνα τα μάτια πάνω στα χλωμά τους προσωπάκια. Ήταν λες και τα έτρεφε μόνο ο φόβος που τα κρατούσε πάντα φυλακισμένα.

Αδύναμες, χλωμές, βουβές, πήγαιναν πάντα πίσω από τη μαμά τους μέσα στο σκοτάδια της φυλακής τους, ανυπομονώντας πότε θα φύγει εκείνος από το σπίτι για να καθήσουν μαζί της μπροστά στο μοναδικό ανοιχτό παραθυράκι για να ρουφήξουν λίγο αέρα, να κοιτάξουν μακριά τη θάλασσα και να μετρήσουν, όταν η μέρα ήταν καλή, τα πανιά των ψαράδικων.  Για να κοιτάξουν την εξοχή και να μετρήσουν και εδώ τα άσπρα σπιτάκια σκορπισμένα μέσα στο πράσινο του αμπελιού, της αμυγδαλιάς και της ελιάς.

Δεν είχαν βγει ποτέ από το σπίτι κι όμως θα ήθελαν τόσο πολύ να βρεθούν εκεί μέσα στο πράσινο.  Ρώταγαν τη μαμά τους αν εκείνη τουλάχιστον είχε πάει ποτέ στην εξοχή, ήθελαν να μάθουν πώς ήταν.

Όταν τις άκουγε να μιλάνε έτσι, δεν μπορούσε να κρατηθεί να μη βάλει τα κλάμματα και έκλαιγε σιπωηλά, δαγκώνοντας τα χείλη και χαϊδεύοντας τα κεφαλάκια τους μέχρι που ο καϋμός της έφερνε πόνο, έναν πόνο αβάσταχτο που για να της περάσει θά'θελε να χοροπηδήσει σαν τρελή.  Αλλά δεν μπορούσε.  Η καρδιά η καρδιά της χτυπούσε ορμητικά σαν άλογο που ξεχύνεται και καλπάζει.  Αν η καρδιά, η καρδιά δεν τη βαστούσε πια, ίσως γιατί είχε τόσο πολύ παχύνει, είχε γεμίσει νεκρή σάρκα που τη βάραινε, σάρκα χωρίς αίμα.

Υπήρχε, μέσα στ'άλλα και μια τεράστια ειρωνεία στην ζήλεια εκείνου του ανθρώπου για μια γυναίκα που από πίσω οι πλάτες της σχεδόν ξεχείλιζαν, δεν τις συγκρατούσε πια ο κορμός της και από μπροστά η κοιλιά της είχε ανέβει φοβερά λες και συγκρατούσε το πεσμένο της στήθος.  Ζήλεια για μια γυναίκα που τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι με αργά κουρασμένα βήματα και βαριανάσαινε, αχτένιστη, αποχαυνωμένη από τον πόνο, μια γυναίκα που είχε καταντήσει άψυχο πράγμα.  Αλλά εκείνος την έβλεπε πάντα όπως ήταν χρόνια πριν, όταν την φώναζε Μομμίνα ή και Μουμμί κι αμέσως μόλις πρόφερε το όνομά της του ερχόταν να σφίξει τα άσπρα, δροσερά, διαφανή της μπράτσα που φαίνονταν κάτω από τη δαντέλα του μαύρου της πουκαμίσου, να τη σφίξει κρυφά, δυνατά, με όλη την ορμή της επιθυμίας, μέχρι που να την κάνει να βγάλει μια μικρή κραυγή.  Στο δημαρχείο έπαιζε η μπάντα του συντάγματος και το γλυκό κι έντονο άρωμα του γιασεμιού και της πορτοκαλιάς ερχόταν μεθυστικό μέσα στο ζεστό βραδινό αεράκι.  Τώρα την φώναζε Μόμμα ή καμμιά φορά όταν ήθελε να την ταράξει με τη φωνή του, Μο!  Ευτυχώς εδώ και λίγο καιρό δεν καθόταν και πολύ μέσα στο σπίτι, έβγαινε τώρα και τα βράδια και δεν γύριζε ποτέ πριν από τα μεσάνυχτα.

Δεν την ένοιαζε καθόλου πού πήγαινε.  Η απουσία του ήταν η μεγαλύτερη ανακούφιση που μπορούσε να ελπίζει.  Κάθε βράδυ, αφού έβαζε στο κρεββάτι τις κόρες της, καθόταν και τον περίμενε μπροστά στο παραθυράκι.  Κοίταζε τα αστέρια, τα μάτια της έβλεπαν κάτω όλο το χωριό.  Τι παράξενη θέα, μέσα στο φέγγος από τα φώτα των δρόμων, των ίσιων, των σύντομων, των μακρινών, των φιδίσιων, των επικλινών δρόμων.  Κι εκείνες οι στέγες των σπιτιών, σαν μαύροι κύβοι ξάνοιγαν μέσα στο φως.  Καθόταν και άκουγε μέσα στη βαθιά σιωπή ήχους από βήματα σε κάποιο κοντινό δρομάκι, τη φωνή μιας γυναίκας που ίσως περίμενε όπως κι εκείνη. Άκουγε το γαύγισμα ενός σκύλου και ύστερα με αγωνία την ώρα.  Γιατί να μετράει τον χρόνο εκείνο το ρολόι; Σε ποιόν έλεγε την ώρα; Όλα ήτανε μάταια, νεκρά.

Ένα από αυτά τα βράδια, αργά, άφησε το παραθυράκι της και είδε τσαλακωμένο απάνω σε μια καρέκλα του δωματίου τους, το κοστούμι που φορούσε συνήθως ο άντρας της (εκείνο το βράδυ είχε βγει πιο νωρίς απ'ότι συνήθως και φόρεσε ένα άλλο που τό'χε για πιο επίσημες περιστάσεις).  Σκέφτηκε λοιπόν να ψάξει τις τσέπες του σακακιού προτού κρεμάσει το κοστούμι στη ντουλάπα.  Βρήκε ένα φέιγ-βολάν από'κείνα που σκόρπιζαν τα θέατρα στους δρόμους και στα ζαχαροπλαστεία. Ήταν μια ανακοίνωση για εκείνο το βράδυ.  Στο θέατρο του χωριού, παιζόταν για πρώτη φορά η "Δύναμη του Πεπρωμένου".  Δεν κατάλαβε για πότε είδε το φέιγ-βολάν, για πότε διάβασε τον τίτλο της όπερας, για πότε ξέσπασε σε κλάμματα.  Το αίμα αναπήδησε μέσα της, φέρνοντας στα μάτια της το θέατρο του χωριού της, την εικόνα των παλιών τους γλεντιών, την ανέμελη χαρά της νιότης της με τις αδελφές της.

Οι δυο κόρες της ξύπνησαν ξαφνιασμένες και έτρεξαν με τα νυχτικά τους έντρομες.  Νόμισαν ότι είχε γυρίσει ο πατέρας τους. Όταν είδαν τη μαμά τους μόνη να κλαίει με το κίτρινο χαρτάκι στα γόνατά της, έμειναν άφωνες.  Εκείνη στην αρχή δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και τους κουνούσε το φέιγ-βολάν, έπειτα πνίγοντας τα δάκρυα και παραμορφώνοντας τρομακτικά το κλαμμένο της πρόσωπο προσπαθώντας να χαμογελάσει, άρχισε να λέει ανάμεσα σε λυγμούς και σε παράξενα ξεσπάσματα γέλιου:

-Το θέατρο...το θέατρο...νάτο το θέατρο..."Η δύναμη του πεπρωμένου".  Αχ, εσείς μικρούλες μου, κακόμοιρες ψυχούλες μου, δεν ξέρετε.  Θα σας το πω εγώ, θα σας το πω εγώ, ελάτε, γυρίστε στα κρεββατάκια σας να μην κρυώσετε.  Τώρα θα σας παίξω εγώ, ναι, ναι, θα σας παίξω θέατρο εγώ.  Ελάτε!

Και αφού ξανάβαλε τις κόρες της στο κρεββάτι, ξαναμμένη και ταραγμένη όπως ήταν ακόμα από το κλάμμα, άρχισε να τους τα περιγράφει όλα μαζί, το θέατρο, τα έργα που παιζόντουσαν, τη σκηνή, την ορχήστρα, τις υποθέσεις των έργων, μετά τις λεπτομέρειες, τους πρωταγωνιστές, πώς ήταν ντυμένοι, και στο τέλος ενώ οι μικρές την κοίταζαν έκθαμβες, καθισμένες στο κρεββάτι με ορθάνοιχτα μάτια, νομίζοντας πως τρελάθηκε, εκείνη άρχισε να τραγουδάει με περίεργες χειρονομίες, διάφορες άριες, ντουέτα, χορωδιακά και κάνοντας όλους τους ρόλους, όλη την "Δύναμη του πεπρωμένου" μέχρι που αποκαμωμένη, με ένα πρόσωπο κόκκινο από την προσπάθεια, έφτασε στην τελευταία άρια της Λεονώρας, "Ειρήνη, ειρήνη, Θεέ μου". Άρχισε να την τραγουδάει με τόσο πάθος που μετά τους στίχους

Όπως την πρώτη μέρα ακόμα κρατά

χρόνια τώρα ο βαθύς μου ο πόνος

δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ξέσπασε ξανά σε κλάμματα.  Αλλά συνήλθε αμέσως.  Σηκώθηκε, έβαλε τις έκπληκτες κόρες της να ξαπλώσουν πάλι στα κρεββατάκια τους και αφού τις φίλησε και τις σκέπασε, τους υποσχέθηκε πως την επομένη μόλις θα έφευγε ο πατέρας τους από το σπίτι, θα τους τραγουδούσε μια άλλη όπερα, πιο ωραία, τους "Ουγενότους" και έπειτα μιαν άλλη, από μια κάθε μέρα! Έτσι οι αγαπημένες της μικρούλες θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί της λίγη από την αλλοτινή της ζωή.

Όταν γύρισε από το θέατρο ο Ρίκο Βέρρι πρόσεξε αμέσως ένα συνήθιστο φούντωμα στο πρόσωπο της γυναίκας του.  Εκείνη φοβόταν πως ο άντρας της θα την άγγιζε και πως θα ένοιωθε το φοβερό τρέμουλο που την δονούσε ακόμα.  Το επόμενο πρωί όταν εκείνος πρόσεξε και στα μάτια των κοριτσιών κάτι ασυνήθιστο, μπήκε σε υποψίες.  Δεν είπε τίποτα αλλά αποφάσισε να γυρίσει κάποια στιγμή στο σπίτι στα  ξαφνικά για να ανακαλύψει αν υπήρχε καμμιά μυστική συμφωνία.

Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν το επόμενο βράδυ όταν βρήκε τη γυναίκα του αναστατωμένη, τρομερά κουρασμένη, με μάτια φλογισμένα και αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, αδύναμη να σταθεί στα πόδια της και τις κόρες του το ίδιο αναστατωμένες.  Τους είχε τραγουδήσει από την αρχή μέχρι το τέλος όλους τους Ουγενότους, όλους και όχι μόνο τους είχε τραγουδήσει αλλά τους είχε παραστήσει κιόλας κάνοντας μαζί δυο ή και τρεις ρόλους.  Στ'αυτιά των κοριτσιών ηχούσε ακόμα η άρια του Μαρτσέλλο:

Πιφ παφ πιφ

φεύγει διαλυμένη

η μαύρη συμμορία

και το ρεφραίν του χορωδιακού που είχαν μάθει να το τραγουδάνε μαζί με τη μαμά τους:

Στο ωραίο δασάκι

Στις πράσινες οξυές

Τρέξτε ώ νιάτα

Γλυκιές ομορφιές

Ο Ρίκο Βέρρι ήξερε ότι εδώ και καιρό η γυναίκα του υπέφερε από την καρδιά της και έκανε πως πιστεύει ότι κι αυτό ήταν ξέσπασμα της αρρώστιας της.

Την επομένη γύρισε δυο ώρες πιο νωρίς απ'ότι συνήθως και ενώ έβαζε τα δυο γερμανικά κλειδιά στις κλειδαρότρυπες, του φάνηκε πως άκουσε παράξενες φωνές μέσα στο σπίτι.  Τέντωσε το αυτί του.  Κοίταξε υποψιασμένος τα αμπαρωμένα παράθυρα...Ποιός τραγουδούσε μέσα στο σπίτι του "οίκτο στον άντρα που φεύγει..."; Η γυναίκα του; Τον "Τροβατόρε";

Πληρώνω με το αίμα μου

Την αγάπη που σού'δωσα

Μην ξεχνάς, μη με ξεχνάς

Λεονώρα, αντίο

Έτρεξε στο σπίτι, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια.  Στο δωμάτιό τους, πίσω από την κουρτίνα του κρεββατιού βρήκε το τεράστιο σώμα της γυναίκας του ριγμένο στο πάτωμα με ένα ξεφτισμένο καπέλο με φτερό στο κεφάλι και με μουστάκια από καμμένο φελλό πάνω από τα χείλη.  Οι δυο τους κόρες, καθισμένες στις καρέκλες δίπλα της, ακίνητες, με τα χέρια στα γόνατα, το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα, περίμεναν τη μαμά να συνεχίσει την παράσταση.

Ο Ρίκο Βέρρι με μια κραυγή θυμού ρίχτηκε επάνω στο πεσμένο σώμα της γυναίκας του και το κούνησε με το πόδι του. Ήταν νεκρή.

(Από τα Διηγήματα για ένα χρόνο. Πρώτη δημοσίευση στην Corrieredella sera, 6 Νοεμβρίου 1910).

[Από πρόγραμμα της παράστασης που δόθηκε στην Ίριδα στις 11-17/5/1987 με το έργο "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε".  Μτφ.Λητώ Σεϊζάνη]

ΣτΜ.Λεονώρα λέγεται η ηρωίδα σε δύο όπερες του Βέρντι, που αναφέρονται στο διήγημα: στην "Δύναμη του πεπρωμένου" και στον "Τροβατόρε".