Το συγγενικό στοιχείο
«Το αιώνιο ρολόϊ» (Νεφέλη 1987), «Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια» (Νεφέλη, 1996), «Νησί από ελαφρόπετρα» (Αλεξάνδρεια, 2008).
Διάβασα πρόσφατα αυτές τις τρεις συλλογές διηγημάτων της Νατάσας Κεσμέτη, μιας συγγραφέως της οποίας το έργο δεν είχε τύχει να γνωρίσω ώς τώρα, αν και η ίδια είναι γνωστή στα ελληνικά γράμματα τόσο σαν διηγηματογράφος όσο και σαν κριτικός λογοτεχνίας. Με τη σκέψη ότι το αναγνωστικό κοινό του P&I ενδιαφέρεται πάντα για το διάβασμα, σας παρουσιάζω τις απόψεις μου.
Κατ’αρχήν έχουμε να κάνουμε με πραγματική λογοτεχνία, με την τέχνη του γραψίματος δηλαδή που η Νατάσα Κεσμέτη φαίνεται να την αγαπά πολύ και να την κατέχει. Το ιδιαίτερό της ύφος μπορεί αρχικά να ξενίσει τον αναγνώστη. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν πρόκειται για κάτι εύπεπτο κι απλό αλλά για έργο απαιτητικό που ζητά την πλήρη συγκέντρωσή μας. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’έναν αφηγητή που δεν περιγράφει τόσο τον κόσμο γύρω του όσο τον κόσμο μέσα του και τον κόσμο που βρίσκεται πέρα απ’αυτά που οι αισθήσεις μπορούν να συλλάβουν. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αξεδιάλυτα μεταξύ τους, δημιουργούν μια υπαρξιακή αγωνία και μία έκσταση που κάνουν τον αναγνώστη ν’ανατριχιάζει. Ο κόσμος είναι μαγικός όχι γιατί είναι όμορφος αλλά γιατί είναι οδυνηρός. Δεν είναι μόνο τα βιώματα της προσφυγικής οικογένειας, τα βάρη των χαμένων πατρίδων που τα κουβαλάει ολομόναχη η συγγραφέας στις πλάτες της, είναι όλη η ιστορία του κόσμου, όλες οι χαρές και οι ταλαιπωρίες από ολόκληρες γενιές και στρατιές γυναικών που υπήρξαν πριν από εκείνην και θα υπάρξουν μετά από εκείνην. Βγάζει κραυγές απελπισίας για κάθε τους εμπειρία που αποσιωπήθηκε, αφήνει επιφωνήματα θαυμασμού για όλες τις μεγαλειώδεις στιγμές που έχει ζήσει, δοξάζει τον Θεό με κάθε ευκαιρία για ό,τι ακόμα πρόκεται να της συμβεί.
«Μια θεραπευτική, μακριά Άνοιξη, όταν ο Κύριος γυρίζει και περπατά στους Ελαιώνες με τους Μαθητές. Λάμπει στα Όρη. Αναπαύεται στις Κυκλαδίτικες θάλασσες. Α υ τ ό ς π ου δ ε ν έ χ ε ι φ ύ γ ε ι π ο τ έ, φανερώνεται ξανά και ξανά στους εξοχικούς δρόμους των απλών ανθρώπων, στο βήμα κάθε οδοιπόρου προς τους νοητούς Εμμαούς, σ’όλα τα σταυροδρόμια της Γης κι αλλού.»
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα διηγήματα της Ν.Κ. δεν μπορούν να διαβαστούν μόνο μια φορά και στη συνέχεια να ξεχαστούν –αυτό είναι σχεδόν αδύνατον. Σκαλίζουν την ψυχή μας όπως οι αγαπημένοι (της) (μας) συγγραφείς Γκόγκολ και Ντοστογιέφσκη, μας αναστατώνουν. Δεν μας τρομάζουν ακριβώς, αν και υπάρχουν φορές που κι αυτό μπορεί να συμβεί («Η τριχιά», «Το τέρας ή η ζώσα αγάπη», «Salix»). Τις περισσότερες φορές, όμως, ξυπνούν μέσα μας παιδικές ονειροφαντασίες, τα πρώτα μας ξεχασμένα και πιο σημαντικά συναισθήματα, αυτά που σάρωσε στη συνέχεια ο οδοστρωτήρας της ενηλικίωσης και της ωριμότητας και τα έθαψε η ανελέητη ανάγκη για αποδοχή και επιβίωση.
«Διάβαζα… Μα, δεν έκανα λοιπόν τίποτ’άλλο; Δεν είχα; Δεν έχω τίποτ’άλλο να κάνω; Γιατί διάλεξα αυτό το υποκατάστατο; Γιατί έπρεπε να διαλέξω κάποιο υποκατάστατο ζωής; Γιατί διάβαζα;»
Σαν υπνωτισμένη διάβασα εγώ τα διηγήματα της Ν.Κ. «Ο κλέφτης», «Ζεστό σαμαβάρ», «Η Έρνα και ο κλέφτης», «Σούσσα η ξενοδόχα» και άλλα πολλά και από τις τρεις συλλογές. Επιθυμούσα να μην τελειώσουν, να συνεχίσω να διαβάζω γιατί είχα βρεί επιτέλους «Το συγγενικό στοιχείο» μου. Ειδικά στα διηγήματα που αναφέρονται οι προσφυγικές αναμνήσεις, οι οποίες ξυπνούν και σε μένα, αν και τρίτης γενιάς, τη νοσταλγία γι’αυτούς τους απόηχους της καταγωγής μου και παράλληλα το αφόρητο βάρος που με πλακώνει εξ αιτίας τους.
«Τι κάνανε… πώς ζούσανε… ούτε που έμαθα ποτέ. Μ’έναν παράξενο τρόπο ήταν κι αυτοί συγγενείς μας: έτσι τους ένοιωθα. Όπως και το κάθε αντικείμενο, τα ζώα. Αυτό ήταν κάτι που δεν γινόταν να το πω. Κανείς δεν έμοιαζε να το καταλαβαίνει ούτε κάν έδειχνε πως μπορούσε ίσως να συμμεριστεί ότι όλοι κι όλα μου φαίνονταν συγγενικά σε κάτι. Αλλά δεν ήξερα τι.»
Αν από την ανάγνωση διηγημάτων, προσδοκάτε μόνο πλοκή και σασπένς, ίσως τα βιβλία αυτά δεν είναι τα κατάλληλα για σας. Οι υπόλοιποι θα κάνετε ένα ταξίδι στα άδυτα της ύπαρξης μιας συγγραφέως που έχει διαβάσει κι έχει φιλοσοφήσει πολύ. Που έχει ακολουθήσει τον ανεξερεύνητο λαβύρινθο της ψυχής αναζητώντας την έξοδο. Έξοδο προς τι; Αυτό θα το ανακαλύψει ο καθένας για τον εαυτό του.
Σημ.: Ο τίτλος του άρθρου καθώς και τα αποσπάσματα που παρατίθενται σε εισαγωγικά είναι από διάφορα διηγήματα της συλλογής «Η Βίργκω της Ερημιάς και τα Κρυφά Κελαϊδόνια» (Νεφέλη, 1996).