Ένα διήγημα του Τόμας Χάρντυ
Η γυναίκα του γαιοκτήμονα Πέτρικ
Όσοι γνωρίζουν έστω και λίγο τις παραδόσεις του Στέϊπλφορντ Παρκ θα ξέρουν ότι στα μέσα του περασμένου αιώνος, το σπίτι ανήκε στον υποδειγματικό δανειστή, Τίμοθυ Πέτρικ, του οποίου η ικανότητα ν’αποκτά ωραία αρχοντικά έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών, δεν έχει βρει όμοιό της στα μέρη μας, εδώ στην Αγγλία. Το επάγγελμα του Τίμοθυ ήταν δικηγόρος και μεσίτης διαφόρων ευγενών, και η συγκεκριμένη δουλειά που έκανε τού παρουσιάστηκε μ’ένα είδος αποκάλυψης. Διαδίδεται ότι κάποιος συγγενής του, ένας μεγάλος στοχαστής που είχε στη συνέχεια την ατυχία να εξοριστεί ισοβίως λόγω ενός λάθους κατά την υπογραφή μιας διαθήκης, τού έμαθε αρκετά νομικά, τα οποία εκείνος υποσχέθηκε να μην χρησιμοποιήσει ποτέ προς όφελος άλλων ανθρώπων αλλά να τα κρατήσει αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Δεν έχω να πω τίποτα ιδιαίτερο για τα πρώιμα και δραστήρια χρόνια του, αλλά μόνο για την εποχή που γέρος πια, έγινε ιδιοκτήτης μεγάλων υποστατικών με τα μέσα που προανέφερα. Μεταξύ αυτών ήταν το μέγαρο του Στέϊπλφορντ στο οποίο ζούσε, σ’έναν σπουδαίο παλιό πύργο που τώρα έχει κατεδαφιστεί. Όπως και τα μέγαρα του Μάρλοτ, τα άλλα κοντά στο Σέρτον Άμπας, σχεδόν όλα στην επαρχία του Μίλπουλ και πολλές κατοικίες κοντά στο Άϊβελλ. Πράγματι, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε τα μισά από τα υποστατικά του, και δεν ξέρω αν έχει και μεγάλη σημασία τώρα πια, δεδομένου ότι έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Λέγεται ότι όταν αγόραζε κάποιο απ’αυτά, δεν αποφάσιζε να δώσει τα χρήματα παρά μόνο αφού είχε περπατήσει κάθε στρέμμα με τα δυό του πόδια, κι αφού είχε δοκιμάσει το έδαφος σε κάθε σημείο με το σκαλιστήρι του, για να ελέγξει την ποιότητά του, πράγμα που αν σκεφτούμε τις εκτάσεις στην ιδιοκτησία του, θα πρέπει να ήταν δύσκολη υπόθεση για’κείνον.
Την εποχή στην οποία αναφέρομαι, θα πρέπει να είχε περάσει τα ογδόντα και ο γιός του είχε πεθάνει. Αλλά είχε δυο εγγονούς, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος και συνονόματός του ήταν παντρεμένος και περίμενε σύντομα απόγονο. Τότε ακριβώς ο παππούς αρρώστησε κι ήταν ετοιμοθάνατος όπως φαινόταν, αν κρίνουμε από την ηλικία του. Ο γέροντας είχε δημιουργήσει ένα κληροδότημα (έτσι, πιστεύω, το λένε οι δικηγόροι), με το οποίο άφηνε όλη του την περιουσία στον μεγαλύτερο εγγονό του και στον άρρενα απόγονό του, τον οποίο αν δεν αποκτούσε, τότε όλα θα πήγαιναν σε πιο μακρινούς συγγενείς, που δεν χρειάζεται τώρα να τους αναφέρουμε.
Ενώ ο γέρο-Τίμοθυ Πέτρικ κειτόταν άρρωστος, η γυναίκα του μεγαλύτερου εγγονού του, η Αννέττα, έφερε στον κόσμο το παιδί που περίμενε, και που όπως το ήθελε η τύχη, ήτανε γιός. Ο Τίμοθυ, ο άντρας της, αν και προερχόταν από οικογένεια μηχανορράφων, δεν ήταν ο ίδιος μηχανορράφος. Ήταν ο μόνος από τους τότε ζώντες Πέτρικ, ο οποίος ήταν ευσυγκίνητος, διαπνεόταν από συναισθήματα που δεν κυλούσαν στο κανάλι της φιλοδοξίας. Και γι’αυτό τον λόγο δεν είχε κάνει καλό γάμο, όπως συνηθίζουν να λένε, αφού η γυναίκα του ήταν κόρη οικογενείας που δεν είχε ξεκινήσει καλύτερα από την δική του. Με λίγα λόγια ο πατέρας της ήταν ένας επαρχιώτης της εργατικής τάξης. Αλλά εκείνη ήταν πολύ όμορφη, κατά γενικήν ομολογία, και ο άντρας της την είχε δει, την είχε φλερτάρει και την είχε παντρευτεί στο αποκορύφωμα του έρωτα, μετά από σύντομη γνωριμία και χωρίς να ξέρει καλά ποιά ήταν η ιστορία της καρδιάς της. Μέχρι στιγμής δεν είχε κανένα λόγο να μετανοιώνει για την επιλογή του και η αγωνία του για την ανάνηψή της ήταν μεγάλη.
Όλοι πίστευαν πως ήταν εκτός κινδύνου, ότι η ίδια και το παιδί πήγαιναν καλά, όταν παρουσιάστηκε μια αλλαγή προς το χειρότερο, κι εκείνη έπεσε τόσο γρήγορα σε βύθος ώστε σύντομα να την θεωρούν ξεγραμμένη. Όταν ένοιωσε ότι ετοιμαζόταν να τον αφήσει, η Αννέττα έστειλε να καλέσουν τον σύζυγό της και μόλις εκείνος έφτασε τρέχοντας και την διαβεβαίωσε ότι ήταν μόνοι, τον έβαλε να ορκιστεί σοβαρά ότι θα έδινε κάθε φροντίδα στο παιδί σε οποιαδήποτε περίσταση, εφ’όσον ήθελε ο Θεός να την πάρει -κάτι που φυσικά εκείνος της το υποσχέθηκε αμέσως. Έπειτα, μετά από κάποιον δισταγμό, εκείνη του είπε ότι δεν μπορούσε να πεθάνει έχοντας το βάρος ενός ψέματος στην ψυχή της και μιας βρωμερής απάτης στην ζωή της. Έπρεπε να του εξομολογηθεί κάτι τρομερό προτού τα χείλη της σφραγιστούν για πάντα. Και με αυτά τα λόγια, του διηγήθηκε ένα περιστατικό σχετικό με την πατρότητα του μωρού, η οποία δεν ήταν αυτή που εκείνος υπέθετε.
Ο Τίμοθυ Πέτρικ, αν και ευαίσθητος, δεν ήταν άνθρωπος που δείχνει τα νεύρα του προς τα έξω. Και κράτησε την ψυχραιμία του όσο πιο ηρωικά γινόταν σ’αυτή την δύσκολη στιγμή της ζωής του. Το ίδιο βράδυ η γυναίκα του πέθανε. Και καθώς κειτόταν νεκρή, πριν από την κηδεία της, εκείνος έτρεξε στο προσκεφάλι του άρρωστου παππού του, και του αποκάλυψε όλα όσα είχαν συμβεί – την γέννηση του μωρού, την εξομολόγηση της συζύγου του, και τον θάνατό της-, ικετεύοντας τον γέροντα, αφού τον αγαπούσε, να βρει δυνάμεις τώρα, την τελευταία στιγμή, και να αλλάξει την διαθήκη του για να πετάξει έξω τον εισβολέα. Ο γέρο-Τίμοθυ, που ήταν της ίδιας γνώμης με τον εγγονό του, δεν χρειάστηκε πίεση για να απομακρύνει ό,τι στεκόταν εμπόδιο στην νόμιμη κληρονομιά. Έφτιαξε άλλη διαθήκη, περιορίζοντας το κληροδότημα στον εγγονό του Τίμοθυ για όλη του την ζωή και σε όσους άρρενες απογόνους θα αποκτούσε στο εξής. Μετά από εκείνους στον άλλο του εγγονό, Έντουαρντ, και στους κληρονόμους του Έντουαρντ. Έτσι, το νεογέννητο βρέφος, που γύρω του είχαν συγκεντρωθεί τόσες ελπίδες, αποκλείστηκε και συνάντησε την χλεύη αφού δεν ήταν μεταξύ των εκλεκτών.
Ο γέρος δανειστής έζησε ελάχιστα μετά απ’αυτό, καθώς η συγκλονιστική αποκάλυψη επιβάρυνε αρκετά την υγεία του, και έγινε δεκτός στους ουρανούς ως ο πλέον φιλάνθρωπος της περιοχής του. Όταν έθαψε την γυναίκα του και τον παππού του, ο Τίμοθυ επέστρεψε στην κανονική του ζωή όσο καλύτερα μπορούσε, με την νοερή ικανοποίηση ότι χάρη στην έγκαιρη αντίδρασή του απεσοβήθησαν οι συνέπειες των συνεπειών της ρυπαρής οικογενειακής προδοσίας εναντίον του. Η απόφασή του ήταν να παντρευτεί και δεύτερη φορά μόλις θα αισθανόταν ικανοποιημένος από την επιλογή μιας συζύγου.
Αλλά οι άντρες δεν γνωρίζουν πάντοτε καλά τον εαυτό τους. Η πικρία που υπήρχε στο μυαλό του Τίμοθυ Πέτρικ τού προκάλεσε βαθμηδόν τέτοιο μίσος και δυσπιστία προς το γυναικείο φύλο, που αν και ορισμένα πολύ ελκυστικά δείγματα πέρασαν από μπροστά του, δεν μπόρεσε να φτάσει σε σημείο να τους προτείνει γάμο. Έτρεμε στην ιδέα να μπει στη θέση του συζύγου για δεύτερη φορά, διακρίνοντας μια παγίδα σε κάθε μισοφόρι, και έναν Βάλτο της Απελπισίας* στους πιθανούς του κληρονόμους. «Ό,τι έγινε μια φορά, όταν όλα έμοιαζαν τόσο ωραία, μπορεί να γίνει και δεύτερη», έλεγε μέσα του. «Δεν διακινδυνεύω άλλο την τιμή μου». Κι έτσι απείχε από τον γάμο και ξεπέρασε την επιθυμία του να αποκτήσει απ’ευθείας απόγονο που θα τον διαδεχόταν στην ιδιοκτησία του Στέϊπλφορντ.
Ο Τίμοθυ δεν έδωσε καμμιά σημασία στον άτυχο γόνο της γυναίκας του, αφ’ότου κανόνισε να τηρήσει με μισή καρδιά την υπόσχεση που της είχε δώσει, να προσέξει το παιδί και να το αναθρέψει στο σπίτι του. Πού και πού θυμόταν αυτή την υπόσχεση, πήγαινε και έριχνε μια ματιά στο παιδί, έβλεπε ότι ήταν καλά, έδινε μερικές συγκεκριμένες οδηγίες και ακολουθούσε και πάλι τον μοναχικό του δρόμο. Μ’αυτό τον τρόπο έζησαν εκείνος και το παιδί στο αρχοντικό Στέϊπλφορντ για δυό-τρία χρόνια. Κάποια μέρα εκείνος περπατούσε στον κήπο και κατά λάθος άφησε την ταμπακιέρα του σ’ένα παγκάκι. Όταν γύρισε για να τη βρει, είδε το αγοράκι να στέκεται εκεί πέρα. Το είχε σκάσει απ’την παραμάνα του και είχε περάσει την ταμπακιέρα για παιχνίδι, παρά τα απανωτά φτερνίσματα που το συνόδευαν. Τότε ο άνδρας, που η καρδιά του είχε σκληρύνει, έδειξε ενδιαφέρον για την επιμονή του μικρού σ’ένα παιχνίδι που του προκαλούσε τόση δυσφορία. Κοίταξε το πρόσωπο του παιδιού, είδε σ’αυτό το ύφος της γυναίκας του, κι ενώ δεν είδε το δικό του, έπεσε σε σκέψεις γύρω απ’το πόσο αξιολύπητη είναι η παιδική ηλικία –ιδιαίτερα όταν κάποιος σε περιφρονεί και σε απορρίπτει- έτσι όπως την έβλεπε μπροστά του.
Από εκείνη την ώρα, όσο κι αν προσπάθησε να εναντιωθεί σ’αυτό το συναίσθημα, η ανθρώπινη ανάγκη ν’αγαπήσει κάποιον, φάνηκε μεγαλύτερη από κάτι που ο ίδιος αποκαλούσε σωφροσύνη, και βρήκε σχήμα σε μια τρυφερή αγωνία για τον μικρούλη Ρούπερτ. Αυτό το όνομα του είχε δοθεί από την ετοιμοθάνατη μητέρα του όταν, σύμφωνα με την παράκλησή της, το παιδί βαφτίστηκε μέσα στο δωμάτιό της, από φόβο μήπως δεν ζούσε αρκετά και δεν προλάβαινε να βαφτιστεί μπροστά σε κόσμο. Κι ο άντρας της δεν σκέφτηκε ποτέ ότι το όνομα αυτό είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία, μέχρι την ημέρα που έμαθε συμπτωματικά πως ήταν το όνομα του νεαρού Μαρκησίου του Κραϊστμίνστερ, γιού του Δούκα του Σαουθγουέστερλαντ, προς τον οποίο η Αννέττα έτρεφε θερμά αισθήματα πριν τον γάμο της. Αναθυμούμενος κάποιες σκόρπιες φράσεις από τα τελευταία λόγια της γυναίκας του, που τότε δεν τις είχε καταλάβει, αντελήφθη επιτέλους ότι αυτό ήταν το πρόσωπο στο οποίο είχε αναφερθεί εκείνη όταν του έδωσε πληροφορίες για το ιστορικό του μικρού Ρούπερτ.
Καθόταν επί ώρες σιωπηλός με το παιδί. Έτσι κι αλλοιώς ποτέ δεν ήταν δεινός ομιλητής. Απ’την πλευρά του το παιδί ήταν έτοιμο για κουβέντα κάθε φορά που δινόταν η ευκαιρία μια που ο Τίμοθυ Πέτρικ δεν είχε τίποτα να πει. Αφού περνούσε έτσι αργόσυρτα τα πρωινά του, ο Πέτρικ πήγαινε μετά στο δωμάτιό του και ξεστόμιζε βρισιές, έντονες και πολλές, ψιθυριστά, και περπατούσε πάνω κάτω, αποκαλώντας τον ίδιο του τον εαυτό τον πιο γελοίο βλάκα που έζησε ποτέ, και δηλώνοντας ότι δεν θα ξαναπλησίαζε ποτέ τον μικρούλη. Την υπόσχεση αυτή την κρατούσε το πολύ για μια μέρα. Τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πρωτοφανείς στην φύση των ανθρώπων, αλλά ποτέ δεν υπήρξε κάποιος που να εξαπάτησε τον προηγούμενο εαυτό του τόσο πολύ όσο εκείνος.
Καθώς το παιδί μεγάλωνε, η προσκόλληση του Τίμοθυ σ’αυτό γινόταν μεγαλύτερη μέχρι που ο Ρούπερτ έφτασε να γίνει το μοναδικό πράγμα για το οποίο ζούσε. Μέσα στον Τίμοθυ Πέτρικ υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή αρκετή δόση απ’την οικογενειακή φιλοδοξία ώστε να νοιώσει λίγη ζήλεια όταν λίγο καιρό πριν, ο αδελφός του Έντουαρντ έγινε δεκτός από την Αξιότιμη Χάρριετ Μάουντκλερ, κόρη του δεύτερου υποκόμη με το ίδιο όνομα και τον ίδιο τίτλο. Αλλά έχοντας ανακαλύψει, όπως ανέφερα ήδη, ότι η πατρότητα του αγοριού του, του Ρούπερτ, ανήκε σε υψηλότερη κοινωνική τάξη, αυτά τα αισθήματα ζήλειας διαλύθηκαν γρήγορα. Μάλιστα, όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο ικανοποιημένος ένοιωθε μετά τον αριστοκρατικό γάμο του αδελφού του. Η συγχωρεμένη γυναίκα του απέκτησε πιο απαλό περίγραμμα στη μνήμη του, καθώς σκεφτόταν πόσο ανώτερο γούστο είχε επιδείξει, αν και είχε υπάρξει κόρη ενός απλού αστού. Στον ίδιο δινόταν τώρα μια δικαιολογία για ν’αγαπάει το παιδί –μια δικαιολογία που λαχταρούσε από καιρό- αφού γνώριζε ότι το παιδί ήταν απ’τη φύση του, αν και όχι από το όνομά του, εκπρόσωπος ενός εκ των ευγενεστέρων οίκων της Αγγλίας.
«Ήταν μια γυναίκα με μεγαλοπρεπές ένστικτο, τελικά, » είπε από μέσα του με υπερηφάνεια. «Το να επιλέξει τον πρώτο στην διαδοχή αυτής της οικογένειας δουκών, ήταν σπουδαία σκέψη! Αν ήταν κάποιος από χαμηλή γενιά σαν εμένα ή τους συγγενείς μου, ούτε που θα της άξιζε η σκληράδα που έδειξα σ’εκείνη και στο παιδί της. Ακόμα λιγότερο λοιπόν, τώρα που ξέρω ότι τέτοιες ταπεινωτικές προτιμήσεις δεν ταίριαζαν στην ψυχή της! Ο άντρας που αγάπησε η Αννέττα ήταν ευγενής, και το αγόρι μου είναι ένας ευγενής, όχι σαν εμένα.»
Το απροσδόκητο ήταν αναπόφευκτο και σύντομα επήλθε. «Λοιπόν», σκεφτόταν, «αντί να έχω αποκλείσει το παιδί του απ’το να κληρονομήσει την περιουσία μου, όπως έκανα, θά’πρεπε να χαίρομαι που το έχω! Είναι από καλή γενιά, τουλάχιστον από τη μια πλευρά, ενώ αν τα πράγματα είχαν έρθει αλλοιώς, θα ήταν του λαού μέχρι το κόκκαλο».
Παρά τα ελαττώματά του ήταν άνθρωπος που πίστευε όπως οι παλιοί, ότι οι βασιλείς και ο περίγυρός τους είχαν κάτι το θεϊκό, κι έτσι όσο πιο πολύ εξέταζε την κατάσταση υπό αυτό το πρίσμα, τόσο πιο πολύ τον κέρδιζε η συμπεριφορά της καϋμένης της γυναίκας του που είχε βελτιώσει το αίμα και το γένος της οικογενείας Πέτρικ. Αναλογιζόταν τι άσχημοι, άεργοι, μέθυσοι αλήτες ήταν μερικοί απ’τους προγόνους του, και την πιθανότητα να είχαν εμφανιστεί ορισμένα κακά χαρακτηριστικά τους στην κατασκευή του παιδιού, προκαλώντας του λύπη στα γηρατειά του, κάνοντας τα μαύρα μαλλιά του να γίνουν γκρίζα, τα γκρίζα του μαλλιά να γίνουν άσπρα, αναγκάζοντάς τον να κόψει και το τελευταίο κλαρί, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο, αν δεν είχε, σαν επιδέξιος κηπουρός, φροντίσει να μπολιάσει και να αλλάξει το είδος. Μέχρι που στο τέλος, αυτός ο σώφρων άνθρωπος άρχισε να πέφτει στα γόνατα κάθε μέρα, βράδυ και πρωί, και να ευχαριστεί τον Θεό που δεν ήταν σαν άλλους πατεράδες με ανάξιους απογόνους.
Οφειλόταν στην παράξενη σύσταση της οικογενείας Πέτρικ η ικανοποίηση που τελικά κατακάθησε στο στήθος του Τίμοθυ. Οι Πέτρικ λάτρευαν τους ευγενείς και ταυτοχρόνως τους μαδούσαν. Τα αισθήματα του εξαιρετικού εκείνου ανδρός του Ιζαάκ Γουώλτον** προς το ψάρι, θύμιζαν πολύ αυτά του γέρου Τίμοθυ Πέτρικ και σε μικρότερο βαθμό των απογόνων του, απέναντι στην αριστοκρατία των γαιοκτημόνων. Το ν’αγαπάς και συνάμα να παιδεύεις είναι μια διαδικασία ξένη προς την λογική αλλά εφαρμόσιμη, όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγματα.
Έτσι, όταν ο αδελφός του Τίμοθυ, ο Έντουαρντ, είπε υποτιμητικά κάποια μέρα ότι ο γιός του Τίμοθυ ήταν αρκετά καλός αλλά δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από μαγαζιά και γραφεία στο προγονικό του παρελθόν, ενώ τα δικά του παιδιά, σε περίπτωση που θα αποκτούσε, θα ήταν τελείως διαφορετικά αφού θα είχαν μητέρα την Αξιότιμη Χάρριετ, ο Τίμοθυ ένοιωσε μέσα του ένα σκίρτημα θριάμβου χάρη στην δύναμη που είχε να διαψεύσει αυτή την δήλωση αν ήθελε.
Τόσο πολύ τον ενδιέφερε το αγόρι του υπό αυτή την καινούρια οπτική γωνία, ώστε άρχισε τώρα να διαβάζει την ιστορία του λαμπρού οίκου, τον οποίον είχαν κοσμήσει οι Δούκες του Σαουθγουέστερλαντ, από την αρχή με τις ένδοξες μέρες της Παλινορθώσεως του ευλογημένου Καρόλου, μέχρι τα δικά του χρόνια. Σημείωνε νοερά τα δώρα που είχαν λάβει από βασιλείς, τις παραχωρήσεις γαιών, τις αγορές, τους γάμους μεταξύ τους, τις φυτείες των λουλουδιών τους, τα κτίσματά τους. Ιδιαίτερα τα πολιτικά και στρατιωτικά τους επιτεύγματα που είχαν υπάρξει σπουδαία, και τις επιδόσεις τους στις τέχνες και τα γράμματα, που δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητες. Μελετούσε αντίγραφα πορτραίτων της οικογένειας αυτής και μετά, σαν χημικός που παρακολουθεί κρυστάλλωση, άρχισε να παρατηρεί το πρόσωπο του νεαρού Ρούπερτ προκειμένου να εντοπίσει εκείνες τις ιστορικές καμπύλες και αποχρώσεις που οι ζωγράφοι Βαντάϊκ και Λέλυ είχαν απαθανατίσει πάνω στον καμβά.
Όταν το αγόρι έφτασε στην πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της παιδικής του ηλικίας, και τα δυνατά του γέλια αντηχούσαν σ’όλο το Μέγαρο του Στέϊπλφορντ από τη μια άκρη στην άλλη, οι τύψεις που κατέλαβαν τον Τίμοθυ Πέτρικ δεν είχαν όριο. Απ’όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, ο Ρούπερτ ήταν ο μόνος στον οποίο επιθυμούσε να περιέλθει η περιουσία του. Όμως ο Ρούπερτ, εξ αιτίας μιας απελπισμένης στρατηγικής του ίδιου του Τίμοθυ τον καιρό της γέννησής του, είχε εκδιωχθεί από κάθε κληρονομιά. Και καθώς ο ίδιος δεν σκόπευε να ξαναπαντρευτεί, το υποστατικό θα περνούσε στον αδελφό του και στα παιδιά του αδελφού του που δεν θα σήμαιναν τίποτα γι’αυτόν, που η περίφημη γενεαλογία τους από τη μια πλευρά, δεν θα ήταν τίποτα σε σύγκριση με του Ρούπερτ του.
Μακάρι να είχε αφήσει την πρώτη διαθήκη του παππού του σε ησυχία!
Το μυαλό του έτρεχε διαρκώς στις διαθήκες, στις δύο που υπήρχαν. Την πρώτη, αυτή που είχε ακυρωθεί, την είχε στην κατοχή του. Κάθε νύχτα, όταν όλοι οι υπηρέτες είχαν πέσει για ύπνο, και το κλικ απ’τα λουκέτα ακουγόταν τόσο δυνατά σαν να γινόταν πάταγος, εκείνος κοιτούσε την πρώτη διαθήκη και ευχόταν να ήταν η δεύτερη.
Τελικά ήρθε η κρίση. Κάποια νύχτα, αφού ευχαριστήθηκε επί ώρες την παρέα του αγοριού, δεν άντεχε πια την σκέψη ότι ο αγαπημένος του Ρούπερτ θα έμενε χωρίς περιουσία, και διέπραξε την απάτη αλλάζοντας την ημερομηνία της πρώτης διαθήκης σε δυο εβδομάδες αργότερα, κάνοντας το άνοιγμά της να φαίνεται μεταγενέστερο της ημερομηνίας της δεύτερης που είχε ήδη διαβαστεί. Στη συνέχεια επέδειξε με θράσος την πρώτη διαθήκη σαν να ήταν η δεύτερη.
Ο αδελφός του, Έντουαρντ, υποτάχθηκε σε κάτι που έμοιαζε να είναι όχι μόνο γεγονός αδιαμφισβήτητο, αλλά και μια πιο πιθανή ρύθμιση της περιουσίας του γέρο-Τίμοθυ. Κι ο ίδιος, όπως πολλοί άλλοι, είχε εκπλαγεί από τους περιορισμούς που υπαγορεύονταν στην άλλη διαθήκη, καθώς δεν είχε ιδέα για την αιτία τους.
Βοήθησε τον αδελφό του, Τίμοθυ, να βάλει στην άκρη το έγγραφο που είχε ώς εκείνη την στιγμή γίνει αποδεκτό, και τα πράγματα ακολούθησαν την συνηθισμένη τους πορεία, καθώς δεν υπήρχαν διατάξεις στην καινούρια διαθήκη που να διαφέρουν από της άλλης, εκτός από κάποιες που είχαν να κάνουν με ένα μέλλον, το οποίο δεν είχε έρθει ακόμα.
Τα χρόνια πέρασαν. Στον Ρούπερτ δεν είχαν ακόμη διαφανεί τα εναγωνίως αναμενόμενα ιστορικά χαρακτηριστικά που θα προμήνυαν πολιτικές ικανότητες από την ήδη αναφερθείσα οικογένεια δουκών, όταν κάποια μέρα έτυχε να γνωρίσει ο Τίμοθυ Πέτρικ έναν διάσημο γιατρό από το Μπάντμουθ, ο οποίος είχε υπάρξει επί πολλά χρόνια σύμβουλος και φίλος της οικογενείας της μακαρίτισσας κυρίας Πέτρικ. Αν και μετά τον γάμο της Αννέττας και την μεταφορά της στο Στέϊπλφορντ δεν την είχε ξαναδεί, αφού ο γιατρός της περιοχής που παρακολουθούσε τους Πέτρικ είχε γίνει και δικός της γιατρός όπως ήταν επόμενο. Ο Τίμοθυ εντυπωσιάστηκε από την διορατικότητα και τις πληροφορίες που του αποκάλυψε η συζήτηση με τον ιατρό εκ Μπάντμουθ και όπως η γνωριμία ωρίμαζε και αποκτούσαν οικειότητα, ο γιατρός έκανε μνεία σε κάποιου είδους φαντασιώσεις που βασάνιζαν την μητέρα και την γιαγιά της Αννέττας κάνοντάς τις να πιστεύουν ότι ορισμένα όνειρα ήταν πραγματικότητα. Με τρόπο διακριτικό, ρώτησε αν ο Τίμοθυ είχε ποτέ παρατηρήσει κάτι τέτοιο και στην γυναίκα του όσο εκείνη ήταν εν ζωή. Ο γιατρός είχε την εντύπωση πως είχε διακρίνει ίχνη αυτής της ιδιορρυθμίας και στην Αννέττα όταν την παρακολουθούσε στην παιδική της ηλικία. Η μια εξήγηση έφερε την άλλη, μέχρι που ο έκπληκτος Τίμοθυ Πέτρικ πείσθηκε μέσα του ότι η εξομολόγηση που του είχε κάνει η Αννέττα ήταν προϊόν μιας αυταπάτης της.
«Το πρόσωπό σου δείχνει απογοήτευση;» του είπε ο γιατρός, κι έκανε μια παύση.
«Κάπως σαν νά’χασα τον ανδρισμό μου. Μου ήρθε ξαφνικό», αναστέναξε ο Τίμοθυ.
Του ήταν αδύνατον να το πιστέψει. Και θεωρώντας ότι ήταν καλύτερο να φανεί ειλικρινής με τον γιατρό, του είπε όλη την ιστορία, την οποία ώς τώρα δεν είχε διηγηθεί σε κανέναν ζωντανό, εκτός από τον ετοιμοθάνατο παππού του. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο γιατρός τον πληροφόρησε ότι τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις ήταν ακριβώς ό, τι θα περίμενε από τις συγγενείς της στην διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης.
Ο Πέτρικ συνέχισε τις έρευνές του αλλού. Και το αποτέλεσμα των κόπων του ήταν εν συντομία, ότι μια σύγκριση ημερομηνιών και τοποθεσιών έδειχνε αναντίρρητα ότι η δήλωση της γυναίκας του δεν μπορούσε να έχει καμμιά βάση αληθείας. Ο νεαρός Μαρκήσιος του τρυφερού της πάθους –ένας πολύ ηθικός και έξυπνος ευγενής- είχε φύγει για το εξωτερικό έναν χρόνο πριν τον γάμο της Αννέττας και δεν είχε επιστρέψει παρά μετά τον θάνατό της. Η αγάπη της κοπέλας για’κείνον είχε υπάρξει απλώς ένα ευαίσθητο ιδανικό όνειρο –τίποτα παραπάνω.
Ο Τίμοθυ γύρισε σπίτι και το αγόρι έτρεξε έξω να τον προϋπαντήσει. Τότε ένα παράξενο, ζοφερό συναίσθημα δυσαρέσκειας κατέλαβε την ψυχή του. Τελικά, λοιπόν, δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από αίμα πληβείων στις φλέβες του κληρονόμου του ονόματος και της περιουσίας του. Δεν θα τον διαδεχόταν μια ευγενής γενιά. Σίγουρα ο Ρούπερτ ήτανε γιός του. Αλλά εκείνη η δόξα και το φωτοστέφανο που πίστευε πως είχε κληρονομήσει από τους προγόνους, που θα έκαναν τα παιδιά του αδελφού του να ωχριούν μπροστά του, είχαν φύγει για πάντα απ’το μέτωπο του Ρούπερτ. Δεν μπορούσε πια να διαβάσει την ιστορία στο πρόσωπο του αγοριού, ούτε τους πολλούς αιώνες εξουσίας στα μάτια του.
Η συμπεριφορά του προς τον γιο του έγινε όλο και πιο ψυχρή από εκείνη την μέρα και ύστερα. Και με πίκρα στην καρδιά, άρχισε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά των Πέτρικ να ξεδιπλώνονται βαθμιαία. Αντί για την κομψή ίσια σαν λεπίδα μύτη, τόσο τυπική των Δουκών του Σαουθγουέστερλαντ, άρχισαν να διαφαίνονται στο πρόσωπό του τα μεγάλα ρουθούνια και το βαθούλωμα μεταξύ των ματιών, που είχε ο παππούς του ο Τίμοθυ. Δεν υπήρχε υπόσχεση συνέχειας κάποιας γενιάς πολιτικών σ’αυτά τα γκρίζα μπλε μάτια, γιατί είχαν αρχίσει να παίρνουν το σχήμα και την έκφραση ενός ιδιαίτερα ενοχλητικού εξαδέλφου του. Και αντί για τις ρυτίδες γύρω απ’το στόμα που τόσο είχαν
συνεπάρει πολλούς ακροατές του Κοινοβουλίου με λόγους που τώρα βρίσκονταν δεμένοι μέσα σε δερμάτινους τόμους σε κάθε αξιοπρεπή βιβλιοθήκη, υπήρχαν κάτι χείλια σαν του ταύρου από τον θείο του εκείνον που είχε φανεί άτυχος με την υπογραφή της διαθήκης ενός κυρίου και είχε εξοριστεί ισόβια εξ αιτίας αυτού του γεγονότος.
Και να σκεφτεί κανείς πως και ο ίδιος είχε διαπράξει απαράλλακτο αδίκημα με μια διαθήκη προς όφελος αυτής της ίδιας σωματικής αναπαραγωγής ενός άθλιου γέρου θείου που και το όνομά του θα ήθελε να το ξεχάσει! Και το βαφτιστικό όνομα του παιδιού, ήταν κι αυτό μια απάτη και μια ειρωνεία, αφού υπονοούσε μια δύναμη κληρονομική και μια λαμπρότητα, την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει. Φυσικά τού έμενε πάντα η παρηγοριά ότι ήταν πραγματικός του γιός. Αλλά δεν άντεξε να μην γρυλλίσει μόνος του, «Γιατί να μη μπορεί ένας γιός νά’ναι δικός σου και ταυτόχρονα κάποιου άλλου!»
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μαρκήσιος βρέθηκε στην περιοχή του Στέϊπλφορντ και ο Τίμοθυ Πέτρικ τον συνάντησε και παρατήρησε με θαυμασμό την αριστοκρατική του έκφραση. Την επομένη, ενώ ο Πέτρικ ήταν στο γραφείο του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα.
«Ποιός είναι;»
«Ο Ρούπερτ».
«Μη μου λες εμένα, Ρούπερτ, νεαρέ απατεώνα! Πες μόνο ότι είσαι ένας κακόμοιρος λαϊκός Πέτρικ!» μούγκρισε ο πατέρας του. «Γιατί να μην έχεις μια φωνή σαν του Μαρκησίου που είδα χθες;» συνέχισε καθώς το παιδί μπήκε μέσα. «Γιατί να μην έχεις την εμφάνισή του, κι έναν αέρα υπεροχής, σαν να φερόσουν έτσι επί αιώνες, ε;»
«Γιατί; Πώς μπορείς να περιμένεις κάτι τέτοιο, πατέρα, αφού δεν έχω συγγένεια μαζί του;»
«Ουφ! Λοιπόν, θά’πρεπε να είχες!» γρύλλισε ο πατέρας του.
Απόσπασμα από το βιβλίο A group of noble dames του Thomas Hardy. Μετάφραση: Λητώ Σεϊζάνη, πρώτη δημοσίευση εδώ, στην ιστοσελίδα litoseizani.com
*Από το θρησκευτικό έργο The Pilgrim’s Progress (Η πρόοδος του προσκυνητή) του John Bunyan, στο οποίο ο Thomas Hardy κάνει συχνά αναφορές.
**Άγγλος συγγραφέας του 17ου αιώνος που έγραψε πραγματεία για το ψάρεμα.