Θα επιστρέφουμε πάντα
Έχουν γραφτεί πολλά γι’αυτόν, μελέτες και διατριβές και βιογραφίες, οπότε είναι πιθανόν να μην πω τίποτα πρωτότυπο για τον Παπαδιαμάντη, τον συγγραφέα των πιο ωραίων ελληνικών διηγημάτων. Ο λογοτέχνης αυτός δεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρώπινα πάθη αλλά διαλέγει για ήρωες τους πιο απλούς ανθρώπους, οι οποίοι ακόμα κι αν έχουν πάθη, εκείνος φροντίζει να τα περνάει με μια απλή πινελιά και να τ’αφήνει στην άκρη. Όπως εδώ, στον Έρωτα στα χιόνια:
«Είχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Είχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Μασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινε ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ώμων...»
Τα έφαγεν με τας Φρύνας...Ένας υπαινιγμός, τίποτα περισσότερο.
Ναι, άλλα πράγματα τον απασχολούν τον Παπαδιαμάντη. Η ομορφιά της φύσης, οι ακτές της πατρίδας του της Σκιάθου, οι ναυτικοί που θαλασσοδέρνονται για να μπορέσουν να παντρέψουν την αδελφή ή την κόρη τους, οι ιερείς που περπατάνε σε βουνά και λαγκάδια για να προλάβουν να κάνουν μια λειτουργία σ’ένα μακρινό ξωκλήσι, αυτά τον απασχολούν. Αυτά αναπολεί στην Αθήνα όταν γράφει, αυτά λαχταράει να ξαναδεί και να ξαναζήσει. Σίγουρα η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ιδανική όσο την περιγράφει, αλλά εκείνος θέλει να κατευνάσει την ανθρώπινη αγριότητα και να μας γεμίσει αισιοδοξία, να σκορπίσει έναν αέρα πολιτισμού γύρω του με τις μειλίχιες μορφές των γερόντων του, των γιαγιάδων που με χίλια βάσανα και στερήσεις μεγαλώνουν τα εγγόνια, με τα παιδάκια που θέλουν να πουν τα κάλαντα αλλά δέχονται επίθεση από τον Παλούκα, έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς «κακούς» της λογοτεχνίας, που είναι ταυτόχρονα και γελοίος, έτσι όπως τον εκδικούνται στο τέλος τα μικρά φωνάζοντας «Να κι άλλη ζυγιά» στο διήγημα Της Κοκκώνας το σπίτι.
Πλην όμως η ανθρώπινη φύση, τόσο σκληρή συχνά και τόσο νοσηρή, δεν θα μπορούσε να του ξεφύγει του Παπαδιαμάντη που τόσο καλά τη γνώριζε και την παρατηρούσε. Έτσι έγραψε τη Φόνισσα για τη Φραγκογιαννού που σκοτώνει τα μικρά κορίτσια, πιστεύοντας ότι τα απαλλάσσει μ’αυτό τον τρόπο από την τυραννία του κόσμου. Σε κάποια περιοχή της Ινδίας εξακολουθούν σήμερα να σκοτώνουν τα βρέφη που έχουν την ατυχία να γεννηθούν κορίτσια γιατί τα θεωρούν βάρος. Στους Εμπόρους των Εθνών και πάλι συναντάμε σκοτεινούς ήρωες όπως επίσης και στη Γυφτοπούλα.
Όμως εμείς οι αναγνώστες πάντα θέλουμε να επιστρέψουμε εκεί πέρα, στα διηγήματα, Στο Χριστό στο Κάστρο, στο «φρούριον τούτο» που «ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου». (Θυμάμαι ότι στο σχολείο μαθαίναμε πως ο Παπαδιαμάντης ήταν «γλωσσοπλάστης». Άραγε αυτό το αλίκτυπος, γραμμένο με δασεία, να είναι δική του λέξη που σημαίνει ότι τον χτυπούσε το βράχο συνεχώς η αλμύρα της θάλασσας;)
Πάντα θέλουμε να επιστρέψουμε κοντά σ’εκείνες τις γριές τις πραγματικά ταπεινές αλλά και τις δήθεν...«Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέψασα προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: «Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κι οι φτωχοί να φάνε;» (Λαμπριάτικος ψάλτης)
Ψευτομετάνισσα, τι λέξη, τι εύστοχη περιγραφή!
Πάντα θέλουμε να επιστρέψουμε στην θειά Αχτίτσα, τη Σταχομαζώχτρα των παιδικών μας αναγνωστικών που επιτέλους «εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδήλαν» και σ’εκείνα τα ταλαίπωρα εγγόνια «τα δυό ορφανά» που κι αυτά ευτυχώς «είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των». Κι ας μας εκνεύριζαν τότε ο Γέρος και η Πατρώνα, όταν έπρεπε να ψάχνουμε για μεταφορές και παρομοιώσεις και καλλολογικά στοιχεία, τότε δεν τους λυπόμασταν καθόλου.
Κι όμως πάντα θα επιστρέφουμε στον Παπαδιαμάντη για να βρούμε λίγη θαλπωρή, λίγες εικόνες που κάποτε τις ζήσαμε σαν σε όνειρο στα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας προτού εμφανιστούν μοιραία εκεί 4Χ4 και ταχύπλοα και τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Θα επιστρέφουμε κυρίως για τη γλώσσα, αυτή τη γλώσσα που είναι τόσο ποιητική, τόσο πρωτότυπη, τόσο όμορφη, που μας χαϊδεύει τ’αυτιά, έτσι όπως χαϊδεύει η θάλασσα τον «αιγιαλόν», τα Ρόδιν’ακρογιάλια...