Ο γίγαντας Καραβάτζο
Καλός ο Τισιανός, καλός ο Βερονέζε, ωραίος ο Τζορτζόνε αλλά απ’όλους αυτούς τους Ιταλούς ζωγράφους που μεγαλούργησαν μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα, εγώ προτιμώ τον σκοτεινό Καραβάτζο -σκοτεινό στα χρώματα των έργων του, σκοτεινό και στην περιπετειώδη ζωή του.
Γεννήθηκε το 1569 και πέθανε το 1609, αν και αυτές οι χρονολογίες ίσως να μην είναι απολύτως σωστές αφού αλλού αναφέρεται ότι γεννήθηκε το 1571 και ότι πέθανε το 1610. Όμως αυτό μάλλον δεν έχει και τόση σημασία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Michele Angelo Merigi ή Amerighi da Caravaggio. Όλα, βλέπετε, είναι νεφελώδη γύρω από τον Καραβάτζο, ακόμα και το όνομά του! Το ψευδώνυμο Καραβάτζο προήλθε από το όνομα της περιοχής στην οποία μεγάλωσε όταν η οικογένειά του χρειάστηκε να φύγει από το Μιλάνο λόγω της επιδημίας της πανώλης. Ίσως το μόνο σίγουρο γύρω απ’αυτόν είναι ότι ήταν ένας σπουδαίος ζωγράφος. Η φυγή στην Αίγυπτο, Το μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου, Ο Ενταφιασμός, είναι μερικά από τα πιο γνωστά έργα του που τον καθιστούν πρώτο μεγάλο εκπρόσωπο του μπαρόκ στη ζωγραφική. Αλλά ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στη ζωή του κι ας δούμε μετά τι είναι αυτό που κάνει τον Καραβάτζο να ξεχωρίζει και να φαντάζει σαν γίγαντας δίπλα στους άλλους ζωγράφους της εποχής του.
Το ταλέντο του Καραβάτζο στη ζωγραφική εκδηλώνεται στα δεκατρία του χρόνια οπότε ξεκινά να μαθητεύει κοντά σε καταξιωμένους ζωγράφους, στο Μιλάνο και τη Βενετία ενώ το 1592 πηγαίνει στη Ρώμη όπου αρρωσταίνει και περνά ένα μεγάλο διάστημα στο νοσοκομείο. Στη Ρώμη αποκτά την πρώτη σημαντική του γνωριμία, τον Καρδινάλιο Φραντσέσκο Μαρία Ντελ Μόντε, λάτρη της τέχνης, ο οποίος αγοράζει ορισμένα έργα του Καραβάτζο και τον παίρνει υπό την προστασία του για τρία χρόνια. Με αυτή την υποστήριξη αρχίζει να γίνεται διάσημος στη Ρώμη και εγκαταλείπει τα μικρού μεγέθους έργα για να επιδοθεί σε μεγαλύτερες και πιο πολύπλοκες συνθέσεις. Ένας από τους πρώτους πίνακες αυτής της περιόδου είναι Η φυγή στην Αίγυπτο.
Θα ακολουθήσουν δυο σημαντικοί πίνακες για τον Άγιο Ματθαίο που θα γίνουν αφορμή για να του ανατεθούν και άλλα μεγάλα έργα με θρησκευτικό θέμα. Τα έργα αυτά δεν έγιναν τελικά δεκτά από τους κληρικούς που του τα είχαν αναθέσει γιατί θεωρήθηκαν άσεμνα. Την κατάσταση έσωσε ο Γενοβέζος τραπεζίτης Μαρκήσιος Τζουστινιάνι, συλλέκτης των πινάκων του Καραβάτζο, ο οποίος αγόρασε τα έργα και πήρε τον ζωγράφο υπό την προστασία του.
Λόγω του εριστικού χαρακτήρα του, ο Καραβάτζο είχε συχνά προβλήματα με τον Νόμο οπότε είχε ανάγκη από έναν ισχυρό υποστηρικτή σαν τον Μαρκήσιο Τζουστινιάνι.
Στη Ρώμη ο Καραβάτζο επετέθη σ’έναν ευγενή ενώ σύμφωνα με έναν βιογράφο του, ο λόγος για τον οποίο ο ζωγράφος είχε φύγει νέος από το Μιλάνο για να βρει καταφύγιο στη Βενετία ήταν επειδή είχε σκοτώσει κάποιον. Παρά τις επιτυχίες του στην Τέχνη, ο Καραβάτζο ήταν ανίκανος να ελέγξει τον επιθετικό χαρακτήρα του. Έτσι, μετά από πολλά επεισόδια και συμπλοκές που είχαν σαν αποτέλεσμα μηνύσεις εναντίον του, το 1606 στη διάρκεια ενός καυγά, ο Καραβάτζο τραυματίστηκε από κάποιον Ρανούτσο Τομμαζόνι, τον οποίο τραυμάτισε και ο ίδιος στη συνέχεια θανάσιμα. Για το έγκλημά του αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο δι’αποκεφαλισμού. Για να γλυτώσει, ο ζωγράφος έφυγε από τη Ρώμη και ζήτησε την προστασία του Πρίγκηπα Φιλίππου Κολώνα, ο οποίος του ανέθεσε και τη δημιουργία διαφόρων έργων. Ακολουθεί ένας χρόνος στη Νάπολη και στη συνέχεια φεύγει για τη Μάλτα όπου ελπίζει να χριστεί Ιππότης για να αποκτήσει ασυλία και να γλυτώσει από την καταδίκη που εξακολουθεί να τον απειλεί. Το 1608 ζωγραφίζει εκεί τον πιο μεγάλο σε διαστάσεις πίνακά του, τον Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που βρίσκεται στον Καθεδρικό της Βαλέττας. Ούτε όμως στο νησί της Μάλτας κατόρθωσε να γλυτώσει από την καταστροφική του φύση και αφού μπλέχτηκε πάλι σε έναν καυγά, κατέληξε στη φυλακή. Από εκεί κατάφερε να δραπετεύσει και να καταφύγει στην Σικελία. Το Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας που τον είχε ήδη κάνει μέλος του, τον απέπεμψε ως «ρυπαρό και εκφυλισμένο».
Μετά την Σικελία βρέθηκε και πάλι στη Νάπολη όπου κάποιος παλιός του εχθρός έβαλε ανθρώπους να του επιτεθούν και να τον σημαδέψουν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε η είδηση του θανάτου του ενώ εκείνος ήταν ακόμα ζωντανός. Μαθαίνοντας ότι ο Πάπας σκόπευε να του απονείμει χάρη, ο Καραβάτζο ξεκίνησε με μια φελούκα που έκανε την διαδρομή Νάπολη – Πόρτο Έρκολε και πίσω. Σκοπός του ήταν να αποβιβαστεί κρυφά σ’έναν ενδιάμεσο σταθμό, το Πάλο, ένα φέουδο της οικογενείας Ορσίνι που απείχε 40 χιλιόμετρα από τη Ρώμη. Εκεί θα περίμενε με ασφάλεια, χάρη στις διασυνδέσεις του, να πάρει επίσημα την παπική χάρη και να επιστρέψει στη Ρώμη, ελεύθερος κι απαλλαγμένος από κάθε κίνδυνο.
Αλλά η άφιξή του στο Πάλο επειδή δεν ήταν αναμενόμενη και έγινε πιθανόν μέσα στη νύχτα, προκάλεσε την έλευση των αρχών που ζήτησαν τα στοιχεία του. Η φελούκα δεν μπορούσε να τον περιμένει και συνέχισε για Πόρτο Έρκολε, παίρνοντας μαζί και τις αποσκευές του ζωγράφου. Σ’αυτές περιλαμβάνονταν κάποιοι πίνακες με τους οποίους ο Καραβάτζο ήλπιζε να εξαγοράσει με βεβαιότητα την ελευθερία του. Οι Ορσίνι τον άφησαν τελικώς να φύγει για να πάει στο Πόρτο Έρκολε και να πάρει τα πράγματά του.
Μετά απ’αυτό το μακρύ ταξίδι, ο Καραβάτζο, άρρωστος με πυρετό, πέθανε κάποια στιγμή στο Πόρτο Έρκολε. Η παπική χάρη έφτασε στη Νάπολη μετά τον θάνατό του.
Όμως, τα παραπάνω και όλα τα γεγονότα που συνδέονται με το τέλος του, δεν είναι ξεκάθαρα. Ούτε για την αιτία του θανάτου του μπορούμε να είμαστε σίγουροι ούτε για την ακριβή ημερομηνία. Είναι κι αυτά, όπως και ό,τι άλλο αφορά τον ζωγράφο, τυλιγμένα μ’ένα πέπλο αβεβαιότητας και μυστηρίου.
Σ’όλους τους σταθμούς της…μαφιόζικης, ας πούμε, ζωής του, ο Καραβάτζο δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται πυρετωδώς για να εξασφαλίσει το ψωμί του και την προστασία των ισχυρών. Ίσως αυτή η τρέλλα, αυτή η βία που είχε μέσα του, να ήταν η κινητήριος δύναμή του, το ερέθισμα για να δημιουργήσει τέτοια έργα. Ίσως οι πολυσυζητημένες ερωτικές του προτιμήσεις. Είναι παράδοξο το ότι αυτός ο εγκληματίας, ο αμαρτωλός, ο «ρυπαρός και εκφυλισμένος», καταπιάστηκε με θρησκευτικά θέματα και ζωγράφισε Αγίους. Κυριαρχούν φυσικά τα μαρτύρια κι οι αποκεφαλισμοί, κι αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο. Ο εσωτερικός του κόσμος και όλ’αυτά που περνούσε ο ίδιος, απεικονίζονται και στα έργα του.
Το πιο εντυπωσιακό στους πίνακες του Καραβάτζο είναι αυτό το σκούρο φόντο και οι φωτοσκιάσεις που αναδεικνύουν πρόσωπα γεμάτα τρόμο και δέος, σώματα ξεψυχισμένα, χέρια ζωντανών δραματικά απλωμένα, βλέμματα αδυσώπητα και ειρωνικά. Σίγουρα δεν μπορούμε να αποσυνδέσουμε τον βίο του καλλιτέχνη από το έργο του. Το έντονο πάθος που τον οδήγησε μέχρι το έγκλημα, είναι παρόν σε κάθε του πίνακα. Αλλά αυτό το πάθος είναι που μας συγκλονίζει, αυτό το πάθος καθιστά τον Καραβάτζο αξεπέραστο και μοναδικό, έναν πραγματικό γίγαντα της Τέχνης!
Πρώτη δημοσίευση People and Ideas 2010.