Η ΧΩΡΑ
Θέλω ν'ανέβω στη Χώρα με τ'άσπρα σπιτάκια
Όλες οι χώρες των νησιών με συγκινούν
Γιατί είναι ψηλά, πολύ ψηλά και ξεκομμένες
Συνομιλούν με το Θεό και τους Αγίους
Πάντα είναι πάλλευκες, μικρές, χαριτωμένες
Είναι κατάξερες, φτωχές, γεμάτες περηφάνεια
Τις λούζει ο ήλιος και το γκρίζο του βουνού τις αγκαλιάζει
Πόσο αγαπώ αυτές τις χώρες των νησιών
Βαθιά μες στην ψυχή με συγκινούνε
Γιατί έχουν εκκλησίες άσπρες και μικρές
Που όποιος θέλει την καμπάνα τους χτυπάει
Κι ο ήχος χύνεται μες στις ξερολιθιές
Αντανακλά στων γαϊδουριών τα όρθια αυτιά
Συνομιλεί με το Θεό και τους Αγίους
|
Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ
Θα πάμε μια μέρα μαζί και θα τα δεις
Θα δεις τα πεύκα στο Μυστρά με τα δικά μου μάτια
Θα δεις τις εκκλησίες τις κόκκινες και τα παλάτια
Ήμουν μικρή όταν μου τό'χαν πρωτοπεί
Πως στο Μυστρά, αν το θες, ακούς ακόμα
Τους ήχους απ'τα πέταλα αλόγων
Που ανεβαίνουν δυνατά στα καλντερίμια
Φέρνοντας πίσω τους ιππότες Βιλαρδουίνους
Για να ενωθούν ξανά με τις πριγκίπισσές τους
Στα ωραία δωμάτιά τους, τα ηλιόλουστα
Μια μέρα θα σε πάρω και θα πάμε στο Μυστρά
Δεν πρέπει να πεθάνεις πριν να δεις αυτό το θαύμα
Θα είναι μεσημέρι και ο ήλιος θα σκοτώνει από ψηλά
Θα τα εκτιμήσεις πιο πολύ αυτά τα μέρη μες στη ζέστη
Ο ήλιος θα λουστράρει την ιστορία του Μυζηθρά
Και οι Βυζαντινοί οι τρούλλοι του θα μοιάζουν πιο ωραίοι
Θα σε πάω εκεί μια μέρα για να δεις τον κάμπο κάτω
Και ν'ακούσεις, αν μπορείς, τον ήχο των αλόγων
|