ΚΙ ΕΣΥ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ ΚΥΡΙΕ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ σελ. 4

(Σελ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8)
Εκδόσεις Δόμος
Αθήνα 1988

ΜΙΑ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΙΤΑΛΙΚΗ

ΦΙΟΡΕΝΤΣΑ

Δεν ξέρω αν ποτέ θα ξαναδώ τη Φλωρεντία
Και τα αγάλματά σας μες στο δρόμο
Μου είστε τόσο οικείοι: Δάντη, Βοκκάκιε και Πετράρχη
Έτσι, μου φαίνεται, θα κάνω και θ'αγγίξω
Τα χέρια σας τα μαγικά
Και τις παλλόμενες καρδιές σας
Έτσι, μου φαίνεται, θα κάνω και θα γράψω
«Η Φλωρεντία μέσα στ'αρχαίο τείχος»
«Italia mia» θα συνεχίσω
Και την εκατοστή πρώτη νουβέλα θα αρχίσω
Πότε αλήθεια θα ξαναβρεθώ στο Πόντε Βέκκιο
Πιο σύγχρονα -του Φόρστερ- ίχνη ακολουθώντας
Πότε στο Βαπτιστήριο θα μπω για να προσευχηθώ

Οι βάρβαροι τουρίστες συνωθούνται
Ανύποπτοι από δίπλα σας περνούνε
Ίσως και να σας σπρώχνουν Δάντη, Βοκκάκιε και Πετράρχη
"Spirto Gentil" δεν έχουνε αυτοί
Η σκέψη μου στην Κόλαση τους στέλνει

"Italia mia" του Μεσαίωνα σκηνικό
Των μακρινών εικόνων μου πολιτισμένη Φλωρεντία
Μου λείπεις και σε σκέπτομαι συχνά
Του Άσπρου Γουέλφου όταν διαβάζω τα γραπτά

ΡΩΜΗ

Τα πράσινα νερά του Ποσειδώνα
Πέφτουν ατέρμονα μέσα στη στέρνα
Και γύρω οικογένειες απ'το Νότο
Φωτογραφίζονται με τις τουρίστριες του Βορρά
Στα Ισπανικά σκαλιά που μοιάζουν μόνο ν'ανεβαίνουν
Καθησυχάζονται οι καημοί κι οι πόνοι
Εκεί για λίγο λες: «αυτή είν'η Ρώμη»
Τα καλοκαιρινά απογεύματα που δύει ο ήλιος
Ο άσχημος Καβούρ σα να ομορφαίνει
Κι ο Γαριβάλδης μοιάζει πιο ηρωικός
Ο Καίσαρας κι ο Αύγουστος μου λένε καληνύχτα
Καθώς στο λεωφορείο ανεβαίνω
Αυτή είναι η Ρώμη, η αρχαία, αυτή που ξέρω
Το Κολοσσαίο και η Αγορά
Μες στο κλουβί της είναι η Λύκαινα κλεισμένη
Κι από καιρό έχουν πεθάνει τα Μωρά
Κοιμάται η πόλη μα εγώ είμαι ξύπνια
Και ονειρεύομαι του Αγίου Πέτρου τα κλειδιά
Τους κήπους και τ'αρχαία που δεν είδα
Τις Εστιάδες που, ακέφαλες, κοιμούνται στη σειρά
Μια μέρα, λέω, θα ξαναβρεθώ στη Ρώμη
Γιατί το έριξα το νόμισμά μου στη Φοντάνα
Η πρόληψή μου, η ρομαντική ευχή μου
Ίσως με βγάλει πάλι εκεί που οδηγούν οι δρόμοι