ΚΙ ΕΣΥ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ ΚΥΡΙΕ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ σελ. 6

(Σελ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8)
Εκδόσεις Δόμος
Αθήνα 1988

ARIEL

Νά'μουνα εκεί που πέφτει ο ήλιος
Και σε πιάνει μια μελαγχολία
Το απόγευμα, η δύση, η ευτυχία πού'χεις ζήσει
Η ζωή τόσο γελοία και την παίρνεις σοβαρά
Να βρισκόμουνα στην Πάδουα ξανά
Που περνούν τα περιστέρια και κοιτάζουν σα χαζά
Ή στη Βιέννη να βρισκόμουν
Πού'χα πάει μικρό παιδί
Με τον Σέλεϊ στο Λιβόρνο
Να πνιγόμαστε μαζί

Αν τη δεις μέσα απ'το τζάμι
Είναι αστεία η ζωή
Όλοι οι θάνατοι και οι πόνοι
Ξεπερνιούνται στη στιγμή
Μα εκεί που πέφτει ο ήλιος
Στου Αιγαίου τα νησιά το καλοκαίρι
Σπάει το τζάμι, σε τυφλώνουν τα γυαλιά
Τόσο ξαφνικά σ'αυτά τα μέρη

Να βρισκόμουν εκεί πάνω
Που φαντάζομαι πως είναι
Όλοι αυτοί που σαν τον Σέλεϊ
Είδαν τη ζωή αστεία
Και γλυτώσαν τη μελαγχολία

ΑΓΑΠΗΤΕ ΛΩΡΕΝΣ

Δεν υπάρχει τίποτ'αλήθεια στον κόσμο
Που να μπορεί να πάρει το μυαλό μας
Μακριά απ'όλ'αυτά να το βγάλει
Μέρη εξωτικά όπως εκείνα των βιβλίων
Τα καταγώγια της Αλεξανδρείας
Μες στη νωχέλεια, στους καπνούς παραδομένα
Όπου στις απολαύσεις, στο μυστήριο της Ανατολής
Αφήνονταν να λιώνουν οι αμάθητοι Ευρωπαίοι
Ενός καιρού που έχει παρέλθει οριστικά

Δεν υπάρχει ένας τόπος έτσι όπως τον είδαμε
Σε εικόνες, στα παιδικά μας παραμύθια
Μια Ταϊτή χαμένη στους ωκεανούς
Κουκίδα που απ'τον Κουκ ανακαλύφθηκε
Με κόκκινα λουλούδια πάνω σε καφέ κορμιά
Χορούς γύρω από την πυρά στην παραλία
Του σώματος η γλώσσα μόνη επικοινωνία
Ανάμεσα σε ανίδεους ποντοπόρους
Κι ανέγγιχτα γεννήματα νησιών

Ας ήταν να γινόταν κάτι να μας πήγαινε
Μια μηχανή που τρέχει μες στο χρόνο
Για λίγο να ξεφεύγαμε από αυτά
Που είναι άγρια, φωτισμένα και κενά
Νιώθω τριγύρω μου συχνά τη μυρωδιά
Των καφενείων της Αλεξανδρείας
Και της φωτιάς στην παραλία της Ταϊτής
Τα όνειρά μου είναι ταξίδια εξωτικά
(Που έχουν δυστυχώς και εισιτήριο επιστροφής)