ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ
Ας πεθάνουμε ήσυχα
Στο βουητό του τραπεζιού
Στο χτύπημα του κουδουνιού
Και στην καμπάνα που ηχεί
Ας σβήσουμε τα φώτα της ομίχλης
Ας κάψουμε τις λάμπες της θυέλλης
Κι ας μας αφήσουν πια οι συμβολισμοί
Οι νύχτες μας ας σβήσουν μία-μία
Και τα γεράνια μας στις γλάστρες ας σαπίσουν
Κανείς δεν θα μας κάνει το χατήρι
Κανείς δεν θα μας γράψει βιογραφία
Κι ό,τι χαρούμε ας το χαρούμε μοναχοί μας
Στου δρόμου μας την Τυνησία
Και στης Λιβύης τα πανιά μας
Δόξα σοι κύριε, έχω διαβάσει Καββαδία
Κάτι ξέρω κι εγώ για τα ταξίδια
Ας πάρω μακριά των ομματιών μου
Ν'αφήσω τις κουζίνες των γκαζιών μου
Να ταξιδέψω στην ανωμαλία
Να με νικήσει μια βραδιά η μονομανία
Μετά να γράψω τα ταξίδια σε βιβλίο
Να τα εκδώσω και να φτιάξω ένα αρχείο
Ο Λόρδος Μπάυρον, λένε, είχε ουρά
Τα κοκκαλάκια του ήταν λίγο πεταχτά
Μα εκείνος ήξερε και έγραφε καλά
Σιγά-σιγά να κόψω απ'την καρδιά μου
Και να χαρίζω στους περαστικούς
Μηδέν και ρέζους θετικό τα αίματά μου
Αυτά τα αίματα που θά'δινα σ'αυτούς
Τους αιμοδότες μιας ζωής σαν τη δική μου
Και τους πανδέκτες πού'χαν γίνει οπαδοί μου
Το κόκκινο γεράκι στην ερυθρά πυρά του να καεί
Και πορφυρά να γίνουν τα φτερά του
Κάτι εδιάβασε κι αυτό για τη ζωή
Μα είναι γνωστό πως ήταν λίγα τα ψωμιά του
Τη νίκη της ερήμου ας τη σβήσει
Ένας Σιμούν που θα πετάξει δυνατά
Ο αντικατοπτρισμός θα παραστήσει
Πράγματα που μας φανήκαν πιθανά
Όταν σκαρφάλωνες πάνω σε χουρμαδιές
Κι ονειρευόσουνα νύχτες αραβικές
Ό,τι σου ζήτησα ήταν η Νιγηρία
Εκεί ζούσε παλιά μια φίλη μου καλή
Κι ακόμα προς δυσμάς, στη Λιβερία
Είχα μια άλλη φίλη Αφρικανή
Κι οι δυο τους χάθηκαν σε τρύπιες καρτ-ποστάλ
Χωρίς ποτέ να δώσουν ρεσιτάλ
Φτηνά ήταν τα όνειρα κυρίες
Μα δεν σας άρεσαν οι ξένες ιστορίες
Δεν έχω ταξιδέψει ακόμα στο Σουδάν
Κι όλες αυτές οι χώρες μες στη ζέστη
Ούτε γνωστές ακουστικώς δεν μου είναι κάν
Γαλάζια και καφέ η γήινη σφαίρα -δες τη!
Πώς θα γυρίζει στρογγυλή κι ωραία
Σε μία διαδρομή που κρίθηκε μοιραία
Κάπου εδώ πρέπει να κλείσει το ταξίδι αυτό
Γιατί ποτέ δεν έγραψα σωστό
Στίχο σουρρεαλιστικό
|
ΔΕΛΦΟΙ
Δε χρειάζομαι καταφύγια
Της ζωής τα κρησφύγετα δεν μου κάνουν
Δεν έχουν τίποτα να μου πούνε τέτοια καταλύματα
Στους Δελφούς να πάω να ξαπλώσω
Και η μύγα να βουίζει από πάνω μου
Η μύγα η βρωμερή που σκουπίδια ζητάει
Να πάω να κλάψω στο αφιέρωμα των Μασσαλιωτών
Αλλά να μην κρυφτώ στο μουσείο
Να μην οχυρωθώ πίσω απ'τις βλεφαρίδες του Ηνίοχου
Ούτε πίσω απ'το ωραίο σώμα του Αγία
Ν'ανέβω στο στάδιο να κοιτάξω τον ήλιο
Να κρατήσω στο χέρι μου το χεράκι το πατρικό
Η ζωή είναι μικρή κι αν κρυφτώ θα τη χάσω
Αντ'αυτού προτιμώ να τη ζήσω
Δυο χιλιάδες μέτρα ψηλά ν'ανεβώ στο βουνό
Σ'έναν μαύρο δρυμό πού'χει βρώμικο χιόνι
Μες στο χέρι μου πάντα το χέρι το πατρικό
Που με κάνει να κλαίω πιο πολύ κάθε μέρα
Όμως τα δάκρυά μου ας κοιτάξουν ψηλά
Είν'εκεί οι Φαιδριάδες και κατρακυλούν
Της ζωής τα κρησφύγετα είναι τρελά
Θλίψη κι υποταγή, λοιπόν, προς τι;
Μόνο το πατρικό χεράκι να κρατώ
Τότε δε θά'χω ανάγκη να κρυφτώ
|